ἀσπαλιεύς

From LSJ
Revision as of 14:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς → sufficient unto the day is the evil thereof, each day has enough trouble of its own, there is no need to add to the troubles each day brings (Matthew 6:34)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσπᾰλιεύς Medium diacritics: ἀσπαλιεύς Low diacritics: ασπαλιεύς Capitals: ΑΣΠΑΛΙΕΥΣ
Transliteration A: aspalieús Transliteration B: aspalieus Transliteration C: aspalieys Beta Code: a)spalieu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, = angler, fisherman sq., Nic.Th.704, Opp.H.3.29, al.

Spanish (DGE)

(ἀσπᾰλιεύς) -έως, ὁ
pescador gener. ὅταν ... χελύνην ... ἐρύσωσιν ἐπὶ ξερὸν ἀσπαλιῆες Nic.Th.704, κατάγουσι δίκτυον ἀσπαλιῆες Opp.H.3.124, cf. 2.430, 3.29, C.1.58, 1.74, ref. a los apóstoles, Nonn.Par.Eu.Io.21.3
de caña τὸν ἀσπαλιέα σπάσαι τὸν κάλαμον Ael.VH 1.5.
• Etimología: Quizá deriv. de *ἄσπαλος c. un final que recuerda a ἁλιεύς, rel. lat. squalus, aisl. hvalr, aprus. kalis, pero hay dificultad en cuanto al sent.

German (Pape)

[Seite 373] ὁ, der Fischer, Nic. ther. 704.

Greek Monolingual

ἀσπαλιεύς, ο (Α)
ο ψαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης προελεύσεως. Η λ. ασπαλιεύς θεωρήθηκε ως παράγωγο ενός τ. άσπαλος «ιχθύς» (Ησύχ.), έπειτα από αναλογική επίδραση του τ. αλιεύς. Υποστηρίχθηκε εξάλλου ότι ο τ. άσπαλος συνδέεται με τα λατ. squalus, ονομασία ενός μεγάλου ψαριού, αρχ. νορβ. hvalr «φάλαινα», αρχ. πρωσ. kalis «γλανός» (είδος ψαριού του γλυκού νερού)», πράγμα που εγείρει πολλές αντιρρήσεις. Προτιμότερο ίσως θα ήταν να θεωρηθεί η λ. άσπαλος μεσογειακής προελεύσεως. Τέλος η αρχαία υπόθεση ότι ο τ. προέρχεται από ανα- + σπάω οφείλεται σε παρετυμολογία].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: fisher (Nic.)
Other forms: ἀσπάλους· τοὺς ἰχθύας. Ἀθαμᾶνες H. Cf. ἄσπαλον· σκύτος H. (unrelated?).
Derivatives: ἀσπαλία τοῦ ἁλιέως ἐργασία (H.) for *ἀσπαλιεία? Cf. ἀσπαλίσαι ἁλιεῦσαι, σαγηνεῦσαι (AB 183).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Cf. ἁλιεύς. Etym. unknown. Since Solmsen Wortforsch. 21 A. ἄσπαλος is compared with Lat. squalus name of a big fish, ON hvalr whale, which does not agree with Plato, Sph. 221c, who speaks of fishing with a line. Chantr. strangely doubts the connection ἀσπαλιεύς / ἄσπαλος. Quite improb. vW. - Rather with Huber, Comm. Aenip. 9, 21, a susbtr. word (but note that squalus too is non-IE).