ἀφανιστής
ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city
English (LSJ)
οῦ, ὁ, destroyer, dub. l. in Plu.2.828f, cf. Sch.A.Th.175, etc.; scavenger, PLond.2.387.9 (iii A. D.):—fem. ἀφανίστρια, Sch.Opp.H.2.487:—hence ἀφανιστικός, ή, όν, causing to disappear, τινός A.D.Pron.33.15; τριχῶν Archig. ap. Aët.6.63, cf. Crito ap.Gal.12.447; destroying, Sch.A.Th.145. Adv. ἀφανιστικῶς Sch.Il.21.220, al.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 destructor οἱ ἀφανισταί los que arruinan dicho de los acreedores, Plu.2.828f, ἀφανισταὶ τῶν κακῶν de los dioses, Sch.A.Th.174-176, de ciertos peces, Sch.Opp.H.2.421, cf. A.Andr.A 9 (p.51.16), Epiph.Const.Haer.42.11 (p.140.28).
2 corruptor, A.Thom.A.106 (p.218.12).
3 sent. dud. quizá basurero, PLond.387.9 (VI d.C.).
German (Pape)
[Seite 407] ὁ, Vertilger, Zerstörer, Plut. de aer. al. 4. l d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφανιστής: -οῦ, ὁ καταστροφεύς, ὕποπτον ἐν Πλουτ. 2. 828F, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 175, κτλ.· θηλ. ἀφανίστρια Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 187, Σχόλ. Ὀππ. Ἁλ. 2. 487· ― ἐντεῦθεν, ἀφανιστικός, ή, όν, καταστρεπτικός, Συνέσ. 98Β, Σχόλ. εἰς Αισχύλ. Θήβ. 145· καὶ ἐπίρρ. -κῶς Σχόλ. εἰς Ἰλ. Φ. 220.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui fait disparaître, qui détruit.
Étymologie: ἀφανίζω.
Greek Monolingual
ο (AM ἀφανιστής) αφανίζω
καταστροφέας, εξολοθρευτής.
Russian (Dvoretsky)
ἀφᾰνιστής: οῦ ὁ разрушитель (Plut. - v.l. δανειστής).