ἀφυΐα
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
ἡ, want of natural power or faculty, τῆς κάμψεως Arist.PA 659a29; φωνητηρίων ὀργάνων Str.14.2.28; ψυχῆς Plu.2.104c; ἀ. πρὸς τὸ ἡδέως ζῆν natural unfitness for... ib.1088b; in plural, ἀφυΐαι, opp. εὐφυΐαι, Porph.Abst.3.8, cf. Colot.in Euthd.2. (Written ἀφύεια in Colot. l.c., Epicur.Nat.Herc.1420.)
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): ἀφυεία Epicur.Fr.[32] 11.7; ἀφύεια Colot.in Euthd.2 (p.167)
incapacidad natural, ineptitud c. gen. τῆς κάμψεως de las patas del elefante, Arist.PA 659a29, τῆς παραπτώσεως de las serpientes, Arist.GA 718a27, φωνητηρίων ὀργάνων Str.14.2.28, τῆς ψυχῆς Plu.2.104c, cf. Chrysipp.Stoic.3.31.6, c. prep. y ac. πρὸς τὸ ἡδέως ζῆν Plu.2.1088b, op. εὐφυΐα Colot.l.c., Porph.Abst.3.8, abs., M.Ant.76.17, s. cont., Epicur.l.c.
German (Pape)
[Seite 416] ἡ, Mangel an natürlicher Anlage, πρός τι Strab. XIV p. 662; Plut.; Ungeschicklichkeit, Plut. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφυΐα: ἡ ἔλλειψις φυσικῆς ἱκανότητος ἤ δεξιότητος, τὴν ἀφυΐαν τῆς κάμψεως Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 16. 7· ὀργάνων Στράβων 662, πρβλ. Πλούτ. 2. 104C· ἀφ. πρός τι, φυσικὴ ἀνεπιτηδειότης, ὁ αὐτ. 2. 1088Β.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
incapacité naturelle.
Étymologie: ἀφυής.
Greek Monolingual
ἀφυΐα, η (Α) αφυής
1. έλλειψη φυσικής δύναμης ή ικανότητας
2. αδεξιότητα, ανικανότητα για κάτι.
Russian (Dvoretsky)
ἀφῠΐα: ἡ неспособность, непригодность (τινός Arst. и πρός τι Plut.).