ἄχαλκος

From LSJ
Revision as of 15:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄχαλκος Medium diacritics: ἄχαλκος Low diacritics: άχαλκος Capitals: ΑΧΑΛΚΟΣ
Transliteration A: áchalkos Transliteration B: achalkos Transliteration C: achalkos Beta Code: a)/xalkos

English (LSJ)

ον, without brass, ἄχαλκος ἀσπίδων, i.e. ἄνευ ἀσπίδων χαλκείων S.OT191 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον
1 carente de bronce, sin bronce c. gen. ἄ. ἀσπίδων falto de escudos de bronce de Ares cuando hay peste, S.OT 191.
2 sin moneda de cobre, sin blanca Gr.Naz.M.37.1180A.

German (Pape)

[Seite 417] ohne Erz, ἄχαλκος ἀσπίδων, ohne das Erz der Schilde, ohne eherne Schilde, Soph. O. R. 191.

Greek (Liddell-Scott)

ἄχαλκος: -ον, ἄνευ χαλκοῦ, ἄχαλκος ἀσπίδων, δηλ. ἄνευ χαλκῶν ἀσπίδων, Σοφ. Ο. Τ. 190· ― ἄνευ χρημάτων, ἄχαλκος καὶ ἄρραβδος καὶ μονοχίτων Γρηγ. Ναζ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans airain, sans cuivre : ἄχαλκος ἀσπίδων SOPH sans boucliers d'airain;
2 sans argent.
Étymologie: , χαλκός.

Greek Monolingual

ἄχαλκος, -ον (AM) χαλκός
ο μη χάλκινος
αρχ.
ο χωρίς χρήματα.

Greek Monotonic

ἄχαλκος: -ον, αυτός που δεν έχει χαλκό, ἄχαλκος ἀσπίδων, δηλ. ἄνευ ἀσπίδων χαλκείων, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἄχαλκος: без меди, т. е. невооруженный (ἄ. ἀσπίδων Soph.).

Middle Liddell


without brass, ἄχαλκος ἀσπίδων, i. e. ἄνευ ἀσπίδων χαλκείων, Soph.