εἰδήμων
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
ον, gen. ονος, acquainted with or expert in a thing, τινός D.L.6.14, AP 9.505.4, IG14.885 (Suessa), S.E.M.1.79. Adv. -νως Hermog.Meth. 13, Vett.Val.348.19, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
1 experto, entendido, conocedor c. gen. Στοϊκῶν μύθων Ath.SHell.226, τόσης ... τέχνης AP 9.505b, cf. Vett.Val.387.9, πολλῶν τεχνῶν καὶ μάλιστα μουσικῆς Heph.Astr.Epit.4.1.140, πάσης ἀρετῆς IG 14.888 (Campania III d.C.?), τῆς ἑλληνικῆς διαλέκτου Clem.Al.Strom.1.22.149, cf. S.E.M.1.79, τῶν κατ' οὐρανὸν μαθήματων Eus.PE 11.6.25
•sin rég. sabio, entendido, competente Κάδμος Nonn.D.1.374, ὁ γὰρ «εἰδήμων» ὑπομόχθηρον por op. εἰδώς Poll.9.151
•subst. ὁ εἰ. persona o trabajador competente τεχνῖται καὶ εἰδήμονες PBeatty Panop.1.343 (III d.C.), cf. Melit.Fr.Pap.60.51.
2 adv. -όνως de forma experta, con conocimiento εἰ. τὰ προσήκοντα τοῖς ἀγῶσιν ἐπιτελεῖν Gerasa 192.15 (II d.C.), καὶ ἐπιτηδευθῇ εἰ. εἰς ἡδονὴν ἀκοῆς σώφρονα Hermog.Meth.13, εἰ. προεστάναι τοῦ ἔργου enfrentarse a una obra críticamente Vett.Val.334.18, cf. Hsch., γυμνάζων εἰ. Eust.1291.4.
German (Pape)
[Seite 723] ον, wissend, kundig, erfahren, τινός; D. L. 6, 14; Anth. IX, 505; von Poll. 5, 144 u. 9, 151 als schlechtes Wort getadelt.
Greek (Liddell-Scott)
εἰδήμων: -ον, γεν. ονος, γνωρίζων ἢ ἔμπειρος, γνώστης, τινὸς Διογ. Λ. 6. 14, Ἀνθ. Π. 9. 505. παράρτ. 354.
French (Bailly abrégé)
ων, ον :
savant, instruit.
Étymologie: *εἴδω.
Greek Monotonic
εἰδήμων: -ον, γεν. -ονος (*εἴδω Β), αυτός που γνωρίζει ή είναι ειδικός σε κάτι, τινός, σε Ανθ.
Middle Liddell
εἰδήμων, ονος, [*εἴδω B]
knowing or expert in a thing, τινός Anth.