ἐγκαταβυσσόομαι
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
English (LSJ)
penetrate deeply, Democr.A.77 D.
Spanish (DGE)
penetrar, introducirse ἐγκαταβυσσοῦσθαι τὰ εἴδωλα διὰ τῶν πόρων εἰς τὰ σώματα Plu.2.735a (= Democr.A 77).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαταβυσσόομαι: παθ., εἰσδύομαι, ἐγκαταβυσσοῦσθαι τὰ εἴδωλα διὰ τῶν πόρων εἰς τὰ σώματα Δημόκρ. παρὰ Πλουτ. 2. 735Α.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκαταβυσσόομαι: глубоко проникать (διὰ τῶν πόρων εἰς τὰ σώματα Plut.).