ἐκτειχισμός

From LSJ
Revision as of 15:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτειχισμός Medium diacritics: ἐκτειχισμός Low diacritics: εκτειχισμός Capitals: ΕΚΤΕΙΧΙΣΜΟΣ
Transliteration A: ekteichismós Transliteration B: ekteichismos Transliteration C: ekteichismos Beta Code: e)kteixismo/s

English (LSJ)

ὁ, fortification, Arr.An.6.20.1.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
fortificación, acción de fortificar τοῦ ναυστάθμου Arr.An.6.20.1.

German (Pape)

[Seite 780] ὁ, Befestigung durch Mauern, Arr. An. 6, 20, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτειχισμός: ὁ, ἡ διὰ τειχῶν ὀχύρωσις, Ἀρρ. Ἀν. 6. 20, 2.

Greek Monolingual

ἐκτειχισμός, ο (Α)
η πλήρης οχύρωση, ιδιαίτερα με τείχη («πρὸς τὸν ἐκτειχισμὸν τοῦ ναυστάθμου», για την πλήρη οχύρωση του ναυστάθμου
Αρριαν.).