δοχεῖον
Ἀνὴρ ἀτυχῶν δὲ σώζεται ταῖς ἐλπίσιν → Presso miseria spes salus est unica → Allein die Hoffnung trägt den, der im Unglück ist
English (LSJ)
Ion. δοχήϊον, τό, holder, μέλανος δοχεῖον = ink-horn, AP6.66 (Paul. Sil.), cf. 63 (Damoch.), Gal.14.719; τὸ θῆλυ ὥσπερ γονῆς τι δ. Luc.Am.19.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): -ήϊον AP 6.66 (Paul.Sil.)
• Grafía: graf. δωχεῖον Hsch.
1 recipiente para líquidos, depósito de agua, cisterna ὑδάτων δοχεῖα Democr.B 135, cf. Lindos 289, 290 (ambas I a.C.), SEG 37.282 (Argos II d.C.), μίγνυται ... τὸ ὕδωρ ποτηρίῳ ἢ ἄλλῳ δοχείῳ Hero Def.8, μύρον δ. σαπρὸν οὐ πιστεύεται un ungüento no se confía a un recipiente podrido Gr.Naz.M.37.928A, μέλανος ... δ. tintero, AP l.c., cf. 6.63 (Damoch.)
•anat., ref. órganos receptáculo δοχεῖα ... τοῦ γόνου los testículos, Gal.14.719, οἱ μὲν δύο χυμοὶ ἔχουσι δοχεῖα del bazo y vesícula, Steph.in Hp.Progn.186.10.
2 sent. abstr. y usos fig. receptáculo τὸ θῆλυ ὥσπερ γονῆς τι δ. la mujer como receptáculo del semen Luc.Am.19, ἐν τῷ τῆς ψυχῆς τῶν μαθημάτων δοχείῳ en el receptáculo del saber que es el alma Clem.Al.Strom.7.18.109, θάλασσα ... ποταμῶν οὖσα δ. Basil.Hex.4.7, del demonio δ. ... πάσης κακίας Basil.M.31.348A, de la Iglesia τῆς μακαρίας ζωῆς δ. Gr.Nyss.Hom.in Cant.68.7, cf. Gr.Naz.M.36.188A, de Cristo τὸ δ. ... τῆς σοφίας καὶ τῆς θεότητος Epiph.Const.Anc.66.1.
3 dud. urna funeraria SEG 26.1414 (Licia II/III d.C.), pero cf. εἰσδοχεῖον.
German (Pape)
[Seite 663] τό, Gefäß zum Aufnehmen, Behälter, Sp.; γραφικοῖο ῥέεθρον, Tintenfaß, Damochar. 2 (VI, 63).
Greek (Liddell-Scott)
δοχεῖον: Ἰων. -ήϊον, τό, τὸ περιέχον, ἀγγεῖον περιλαμβάνον τι, μέλανος δ., ἀγγεῖον φέρον μελάνην, μελανοδοχεῖον, Ἀνθ. Π. 6. 66, πρβλ. 63, Συλλ. Ἐπιγρ. 8815.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
récipient, réceptacle, vase pour recevoir ou contenir.
Étymologie: δοχεύς.
Russian (Dvoretsky)
δοχεῖον: ион. δοχήϊον τό вместилище: γραφικοῖο ῥεέθρου или μέλανος σταθεροῖο δ. Anth. чернильница.