ἄπλουτος

From LSJ
Revision as of 16:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ' ἥτις ἀνδρός ἐσθ' ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all

Sophocles, Antigone, 737
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπλουτος Medium diacritics: ἄπλουτος Low diacritics: άπλουτος Capitals: ΑΠΛΟΥΤΟΣ
Transliteration A: áploutos Transliteration B: aploutos Transliteration C: aploutos Beta Code: a)/ploutos

English (LSJ)

ον, without riches, S.Fr.835; ἁβρὸς καὶ οὐκ ἄ. Philostr. VA6.36; ἄ. ἀπεργάσασθαι τὸν πλοῦτον Thphr.Fr.78.

Spanish (DGE)

-ον
no rico, pobre ἄ. ἐν τιμαῖς ἀνήρ S.Fr.835, ἄπλουτον ἀπεργάσασθαι τὸν πλοῦτον Thphr.Fr.86f, ἁβρὸς καὶ οὐκ ἄ. Philostr.VA 6.36, διαίτη Plu.2.354a.

German (Pape)

[Seite 293] ohne Reichthum, Soph. fr. 718; ἄπλ. πλοῦτος Theophr. bei Plut. de cup. div. 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἄπλουτος: -ον, ἄνευ πλούτου, Σοφ. Ἀποσπ. 718· ἀβρός καὶ οὐκ ἄπλ. Φιλόστρ. 273· ἄπλ. ἀπεργάσασθαι τὸν πλοῦτον Πλουτ. Λυκοῦργ. 10, πρβλ. 2. 527Β· 679Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans richesse ; πλοῦτον ἄπλουτον ἀπεργάζεσθαι PLUT faire que la richesse n’en soit pas une, càd annuler la richesse.
Étymologie: , πλοῦτος.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄπλουτος, -ον)
ο χωρίς πλούτο
αρχ.
φρ. «ἄπλουτος πλοῦτος» — ανώφελος, κακός (πρβλ. «άδωρα δώρα).

Greek Monotonic

ἄπλουτος: -ον, αυτός που δεν έχει πλούτη, σε Σοφ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἄπλουτος: лишенный богатства, небогатый (ἀνήρ Soph.; δίαιτα Plut.): πλοῦτον ἄπλουτον ἀπεργάσασθαι Plut. лишить богачей их богатства.

Middle Liddell

without riches, Soph., Plut.