ἄκαυστος

From LSJ
Revision as of 16:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκαυστος Medium diacritics: ἄκαυστος Low diacritics: άκαυστος Capitals: ΑΚΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: ákaustos Transliteration B: akaustos Transliteration C: akafstos Beta Code: a)/kaustos

English (LSJ)

ον, (καίω) A unburnt, Hp.Haem.2, X.An.3.5.13. 2 incombustible, Arist.Mete.387a18, Thphr.Lap.4; unquenchable (v.l. for ἄσβεστος), πῦρ LXX Jb.20.26.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no incendiado, no quemado κῶμαι X.An.3.5.13, ὁ δὲ Λιπαραῖος (sc. λίθος) ἐκποροῦταί τε τῇ καύσει ... λεῖός ἐστι καὶ πυκνὸς ἄ. ὤν la piedra de Lípara se vuelve porosa con la combustión ... (pero) es lisa y densa cuando no ha sido quemada Thphr.Lap.14, cf. D.C.66.21.2
medic. no cauterizado μηδεμία ... τῶν αἱμορροΐδων Hp.Haem.2.
2 no encendido del fuego divino κατέδεται αὐτὸν πῦρ ἄ. le devorará un fuego no encendido (por el hombre), LXX Ib.20.26.
II resistente al fuego, incombustible τὰ μέν καυστά ἐστι τὰ δὲ ἄκαυστα Arist.Mete.387a18, ἄνθραξ Thphr.Lap.18, cf. 19, Plin.HN 37.92.
III que no quema ἄ. τὸ φῶς τῆς ἀναπαύσεως la luz de la bienaventuranza no quema Basil.M.29.297C.

German (Pape)

[Seite 70] unverbrennlich, Arist. Meteor. 4, 8: – nicht verbrannt, κῶμαι Xen. An. 3, 5, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκαυστος: -ον, (καίω) ὁ μὴ κεκαυμένος, Ξεν. Ἀν. 3. 5, 13. 2) ὅστις ἀδύνατον εἶναι νὰ καῇ, Ἀριστ. Μετεωρ. 4, 9, 24.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non brûlé.
Étymologie: , καίω.

Greek Monolingual

-η, -ο και άκαυτος, -η, -ο (Α ἄκαυστος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει πυρποληθεί, δεν έχει καεί
2. εκείνος που δεν μπορεί να καεί
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει πυρακτωθεί από τη φωτιά
2. μτφ. εκείνος που δεν έχει πάθει καμιά συμφορά
3. «άκαυτο μέλι» — μέλι το οποίο δεν έχουν μαζέψει ζεσταίνοντας τις κερήθρες
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει καυτηριαστεί
«ἄκαυστος αἱμορροΐς» (Ιπποκράτης)
2. όποιος καίγεται αδιάκοπα
«κατέδεται αὐτὸν πῡρ ἄκαυστον» (ΠΔ Ιώβ 20.26).
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + καυστός ή καυτός < καίω
ΠΑΡ. αρχ. ἀκαυστῶ].

Greek Monotonic

ἄκαυστος: -ον (καίω), αυτός που δεν έχει καεί, άφλεκτος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἄκαυστος:
1) несожженный, пощаженный огнем (κῶμαι Xen.);
2) несгораемый, огнеупорный (λίθος καὶ κρύσταλλος Arst.).

Middle Liddell

καίω
unburnt, Xen.