Ἀϊδωνεύς
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
English (LSJ)
έως (έος AP7.480 (Leon.)), ὁ, lengthd. poet. form of Ἄιδης, twice in Hom., Il.5.190, 20.61, cf. Hes.Th.913, A.Pers.650 (lyr.); prob. scanned Αἰδωνεύς S.OC1560 (lyr.): gen. and dat. Ἀῐδονῆος, -ῆι in later poets, Q.S.6.490, Nonn.D.30.172; Αἰδωνῆος Mosch. 4.86:—hence Ἀιδωναία, ἡ, epithet of Hecate, PMag.Par.1.2855.
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
• Morfología: [gen. -έος AP 7.480 (Leon.); dat. -ῆϊ Il.5.190]
Aidoneo
1 otro n. de Hades Il.5.190, 20.61, h.Cer.2, 84, 357, 376, Hes.Th.913, A.Pers.650, S.OC 1559, AP 7.480 (Leon.), Luc.DMort.28.1.
2 rey de los molosos, contemporáneo de Teseo, Plu.Thes.35, v. tb. Ἀϊδονεύς.
3 río junto al Ida, Paus.10.12.3.
English (Autenrieth)
(root ϝιδ, god of the unseen world), gen. Ἀίδᾶο, Ἀίδεω, Ἄιδος, dat. Ἄιδι, Ἀίδῃ, Ἀιδωνῆι, acc. Ἀίδην: Hades; ἐνέροισιν ἀνάσσων, Ζεὺς καταχθόνιος, κρατερὸς πυλάρτης, πελώριος, κλυτόπωλος, ἴφθῖμος, στυγερός. Freq. Ἄιδος δόμον εἴσω, ἐν δόμοις, etc.; often only Ἄιδόσδε, εἰς or ἐν Ἄιδος (sc. δόμον, δόμῳ).
Greek (Liddell-Scott)
Ἀϊδωνεύς: έως, (ἐν Ἀνθ. Π. 7. 480, έος), ὁ, ἐκτεταμένος ποιητ. τύπος τοῦ Ἅιδης, Ὅμ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 650. Μεταγενέστεροι Συγγραφεῖς, ὡς ὁ Μόσχ. π.χ., μετεχειρίσθησαν τὰς πλαγίας πτώσεις Ἀϊδονῆος, ῆϊ, ῆα, μετὰ τῆς πρώτης συλλαβῆς μακρᾶς χάριν τοῦ μέτρου. Ἡ κλητ. εἶναι τρισύλλαβος Αἰδωνεῦ, ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1560. Παρ’ Ἡσυχ. ὁ τύπος Ἀΐδωνι διωρθώθη ὑπὸ τοῦ Bentl. εἰς Ἀϊδωνῆϊ, ἐξ Ἰλ. Ε. 190.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
Aïdonée :
1 autre nom d'Hadès;
2 roi des Molosses.
Greek Monotonic
Ἀϊδωνεύς: -έως, ὁ· εκτεταμ. ποητ. τύπος του Ἅιδης· μεταγεν. συγγραφείς χρησιμοποίησαν τις πλάγιες πτώσεις· Ἀϊδονῆος, -ῆι, -ῆα, με την πρώτη συλλαβή μακρά χάριν μέτρου.
Russian (Dvoretsky)
Ἀϊδωνεύς: έως, эп.-ион. ῆος, поэт. тж. έος ὁ Аидоней
1) Hom., Hes., Luc. = Ἃιδης;
2) миф. царь молоссов в Эпире, муж Персефоны, отец Коры Plut.