εἰσφοιτάω
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
pf. -πεφοίτηκα, go often into, ἐς τοὐπτάνιον Ar.Eq. 1033; πρὸς τὴν ἄλοχον E.Andr.945: abs., Lys.Fr.58: c. acc., κλισίας Q.S.3.433; to be imported, of goods, D.C. 43.24, 60.11.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐσ- Ar.Eq.1033, E.Andr.945, Hp.Morb.2.19
I c. rég. de lugar
1 entrar una y otra vez ἐς τοὐπτάνιον Ar.l.c., εἰς Ἀκράγαντα Luc.Phal.1.10, c. ac. direcc. κλισίας Q.S.3.433, c. compl. sobreentendido por cont., Lys.Fr.58Th, Aeschin.1.10, Eus.Hierocl.25.10, Eun.VS 503.
2 entrar, acceder εἰς τὰ βασίλεια Them.Or.15.190c, εἰς τὸ χωρίον Ael.Ep.14, c. ac. direcc. ἱερά Philostr.VA 1.11, c. compl. sobreentendido por cont., Ph.2.591, Clem.Al.Strom.6.3.33
•ingresar εἰς τὰ μοναστήρια Iust.Nou.133.3
•fig. c. suj. abstr. introducirse, meterse ἐς τὰ ὦτα ὀδύνη ἐσφοιτᾷ Hp.l.c., πρὶν τοὺς γραπτοὺς εἰσφοιτῆσαι νόμους antes de que se introdujeran las leyes escritas Iust.Nou.74.1, 89.9 proem.
II c. rég. de pers.
1 c. suj. de pers. ir de visita πρὸς τὴν ἐν οἴκοις ἄλοχον ἐσφοιτᾶν ἐᾶν γυναῖκας E.l.c., ὡς τὸν Πιττάλακον Aeschin.1.57, c. compl. sobreentendido por cont., Hld.8.6.2, Lib.Decl.25.43.
2 c. suj. de cosa llegar πρὸς ἡμᾶς ref. la importación de bienes, D.C.43.24.2, cf. 60.11.2, c. dat. γραμματεῖα ... εἰσεφοῖτα ... αὐτῷ Luc.Tox.13.
German (Pape)
[Seite 746] oft hineingehen; ἐς τοὐπτάνιον Ar. Equ. 1033; πρός τινα, Eur. Andr. 946 u. Sp.; auch übertr., von Waaren, τὸ ὕφασμα παρ' ἐκείνων καὶ πρὸς ἡμᾶς εἰσπεφοίτηκεν D. Cass. 43, 24.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 s'introduire ou venir fréquemment dans ou chez;
2 être importé en parl. de marchandises.
Étymologie: εἰς, φοιτάω.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσφοιτάω: μέλλ. -ήσω, ὑπάγω συχνά, εἰσέρχομαι συχνά, συχνάζω εἴς τι μέρος, ἐσφοιτῶν τ’ ἐς τοὐπτάνιον κτλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1033· πρός τινα Εὐρ. Ἀνδρ. 945· - ἐπὶ ἐμπορευμάτων, εἰσάγομαι, ἔρχομαι, τοῦτο τὸ ὕφασμα... παρ’ ἐκείνων καὶ πρὸς ἡμᾶς ἐσπερφοίτηκεν Δίων Κ. 43, 24.
Greek Monotonic
εἰσφοιτάω: μέλ. -ήσω, πηγαίνω συχνά προς ή σε κάποιο μέρος, σε Ευρ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
εἰσφοιτάω: староатт. ἐσφοιτάω часто посещать, бывать, захаживать (προς τινα Eur.; εἰς τὸ ὀπτάνιον Arph.).
Middle Liddell
fut. ήσω
to go often to or into, Eur., Ar.