αὔτοπτος

From LSJ
Revision as of 18:40, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὔτοπτος Medium diacritics: αὔτοπτος Low diacritics: αύτοπτος Capitals: ΑΥΤΟΠΤΟΣ
Transliteration A: aútoptos Transliteration B: autoptos Transliteration C: aytoptos Beta Code: au)/toptos

English (LSJ)

ον, A self-revealed, Jul.Or.7.221b, Suid.; ἐπ' αὐτόπτῳ, gloss on ἐπ' αὐτοφώρῳ, Hsch. II = αὐτοπτικός ΙΙ, PMag.Lond. 121.319,727, PMag.Par.1.162.

Spanish (DGE)

-ον
1 que se da a conocer a sí mismo, Διόνυσος αὐ. ἐφαίνετο δαίμων Iul.Or.7.221b
jur. en flagrante delito ἐπ' αὐτόπτῳ glos. a ἐπ' αὐτοφόρῳ Hsch.
2 que comporta una visión inspirada λόγος PMag.5.55, λεκάνη PMag.4.162, cf. 7.320, 727.

German (Pape)

[Seite 400] selbst gesehen, selbst ertappt, wie αὐτόφωρος, Suid.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se laisse voir en personne.
Étymologie: αὐτός, ὄψομαι.

Greek (Liddell-Scott)

αὔτοπτος: -ον, ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ ἀποκαλυπτόμενος, φανερὸς γινόμενος, Ἰουλιαν. 221A· - «ἐπ’ αὐτόπτῳ» Σουΐδ. ἐν ἐπ’ αὐτοφώρῳ. - Ἐπίρρ. τως Ἐκκλ.

Greek Monolingual

αὔτοπτος, -ον (AM)
αυτός που τον έχει δει κανείς μόνος του, με τα ίδια του τα μάτια
μσν.
φρ. «ἐξ αὐτόπτου» — με τα ίδια τα μάτια κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο)- + οπτός < οπ-, όπωπα, (παρακμ. του ορώ)].