αἱμυλομήτης

From LSJ
Revision as of 18:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱμῠλομήτης Medium diacritics: αἱμυλομήτης Low diacritics: αιμυλομήτης Capitals: ΑΙΜΥΛΟΜΗΤΗΣ
Transliteration A: haimylomḗtēs Transliteration B: haimylomētēs Transliteration C: aimylomitis Beta Code: ai(mulomh/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, of winning wiles, h.Merc.13.

Spanish (DGE)

(αἱμῠλομήτης) -ου, ὁ de mente astuta de Hermes h.Merc.13.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
habile dans l'art de tromper.
Étymologie: αἱμύλος, μῆτις.

Greek (Liddell-Scott)

αἱμῠλομήτης: -ου, ὁ ἐπιχαρίτως, θελκτικῶς ἐξαπατῶν, ὁ θωπευτικῶς πανοῦργος, Λατ. blande decipiens, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 13, ἔνθα ὁ Ruhnk ἐξ εἰκασίας προτείνει αἱμυλόμυθος.

Greek Monotonic

αἱμῠλομήτης: -ου, ὁ (μήτις), αυτός που κατακτά, που κερδίζει με πανουργίες, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

αἱμῠλομήτης: ласкающийся, вкрадчивый (παῖς HH).

Middle Liddell

μήτις
of winning wiles, Hhymn.