δύσνοστος

From LSJ
Revision as of 18:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσνοστος Medium diacritics: δύσνοστος Low diacritics: δύσνοστος Capitals: ΔΥΣΝΟΣΤΟΣ
Transliteration A: dýsnostos Transliteration B: dysnostos Transliteration C: dysnostos Beta Code: du/snostos

English (LSJ)

νόστος a return A that is no return, E. Tr.75. II from which no traveller returns, ῥόος App.Anth.4.54.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no es regreso, e.e. desgraciado νόστος E.Tr.75.
2 que no tiene regreso ῥόος δ. río sin retorno, GDRK 53.5.

German (Pape)

[Seite 684] νόστος, unglückliche Heimkehr, Eur. Tr. 75.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n’est pas un vrai retour : δύσνοστος νόστος EUR retour qui n’en est pas un, retour difficile ou funeste.
Étymologie: δυσ-, νόστος.

Greek (Liddell-Scott)

δύσνοστος: νόστος, ἐπάνοδος δυστυχής, Εὐρ. Τρῳ. 75.

Greek Monolingual

δύσνοστος, ο (Α)
1. δύσκολη, θλιβερή επιστροφή
2. αυτός (ο τόπος απ' όπου δεν μπορεί να επιστρέψει κανείς.

Russian (Dvoretsky)

δύσνοστος: (о возвращении) несчастливый, роковой (νόστος Eur. - v.l. δύστηνος).

Middle Liddell


δύσ-νοστος νόστος, a return that is no return, Eur.