διαφοιβάζω

From LSJ
Revision as of 18:51, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφοιβάζω Medium diacritics: διαφοιβάζω Low diacritics: διαφοιβάζω Capitals: ΔΙΑΦΟΙΒΑΖΩ
Transliteration A: diaphoibázō Transliteration B: diaphoibazō Transliteration C: diafoivazo Beta Code: diafoiba/zw

English (LSJ)

drive mad, διαπεφοιβάσθαι κακοῖς S.Aj.332.

Spanish (DGE)

enloquecer de terror λέγεις ... τὸν ἄνδρα διαπεφοιβάσθαι κακοῖς S.Ai.332.

French (Bailly abrégé)

pf. Pass. inf. διαπεφοιβάσθαι;
agiter d'un transport furieux, mettre hors de soi.
Étymologie: διά, φοιβάζω.

Greek (Liddell-Scott)

διαφοιβάζω: ἐκμαίνω, μαινόμενον ποιῶ, διαπεφοιβάσθαι κακοῖς Σοφ. Αἴ. 332.

Greek Monolingual

διαφοιβάζω (Α)
κάνω κάποιον μανιακό.

Greek Monotonic

διαφοιβάζω: οδηγώ στην τρέλα, εξοργίζω — Παθ. απαρ. παρακ. διαπεφοιβάσθαι, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

διαφοιβάζω: приводить в исступление: διαπεφοιβάσθαι κακοῖς Soph. сойти с ума от несчастий.

Middle Liddell


to drive mad: Pass., perf. inf. διαπεφοιβάσθαι Soph.