βοῦνις
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
ιδος, ἡ, hilly, Ἀπίαν βοῦνιν A.Supp.117 (lyr.); voc. ἰὼ γᾶ βοῦνι, πάνδικον σέβας (prob. for βουνῖτι ἔνδικον) ib.776 (lyr.).
Spanish (DGE)
• Morfología: [voc. βοῦνι A.Supp.776; ac. βοῦνιν A.Supp.117]
adj. fem. montuoso γᾶ A.Supp.776, cf. 117.
German (Pape)
[Seite 458] ιδος, ἡ, hügelig, γῆ Aesch. Suppl. 117. 128.
French (Bailly abrégé)
seul. voc. βοῦνι et acc. βοῦνιν;
adj. f.
couvert ou accidenté de collines.
Étymologie: βουνός.
Greek (Liddell-Scott)
βοῦνις: -ιδος, ἡ, βουνώδης, Ἀπίαν βοῦνιν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 117· κλητ., ἰὼ γᾱ βοῦνι, πάνδικον σέβας (ὡς ὁ Paley ἀντὶ βουνῖτι ἔνδικον) αὐτόθι 776.
Greek Monolingual
βοῦν
ις, η (Α) βουνός
(για περιοχή) βουνώδης.
Russian (Dvoretsky)
βοῦνις: adj. f (dat. βούνι, acc. βοῦνιν) холмистая (γᾶ Aesch.).