διατετραίνω

Revision as of 19:40, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

fut. (Ion.) -τετρανέω Hdt. (v. infr.), or -τρήσω Apollod. Poliorc.148.3: aor. -έτρησα Plu.2.370b, App.Mith.26:—Med., -τρήσαιο Gal.4.708:—Pass., aor. part. -τρηθείς BGU321.13: pf. part. -τετρηυένος Apollod.Poliorc.152.2:—bore through, κεφαλάς Hdt. 3.12; ᾠόν Plu.l.c.:—Med., aor., ὦτα διετετρήνατο Ar.Th.18:—διατελ-διατιτραίνω Thphr.CP1.17.9 (Pass.); also (as if from διατίτρημι) part. διατιτράντες D.C.69.12, impf. διετίτρη App.Pun.122:—late pres. διατιτράω Suid.: impf. διετίτρων App.Hisp.77; διετίτρα Gal.14.18.

Spanish (DGE)

• Morfología: [fut. 2a sg. διατετρανέεις Hdt.3.12, 1a sg. διατρήσω Apollod.Poliorc.148.3; aor. διέτρησα Gal.4.86, D.H.4.69, Plu.2.370b, Opp.C.2.554, opt. 2a sg. διατετραναίης Synes.Calu.13, inf. διατρᾶναι PHib.187.3 (III a.C.), part. διατράνας PHib.187.8 (III a.C.), v. med. ind. διετετρηνάμην Ar.Th.18, Call.Dian.244, Gal.3.686, v. pas. part. διατρηθείς Gal.4.95; v. med. perf. διατέτρημαι Hp.Loc.Hom.2, Thphr.HP 4.4.3, Gal.3.652, plusperf. διετετρήμην Gal.3.144, 3.865, D.C.78.11.1]
1 atravesar de lado a lado, perforar, horadar κεφαλάς Hdt.l.c., cf. Synes.l.c., νέβρεια ... ὀστέα para hacer flautas, Call.l.c., βακτηρίαν ξυλίνην ... ὥσπερ αὐλόν D.H.4.69, τὸ ᾠόν Plu.2.370b, τὸ δέρμα Aët.15.14 (p.56), τὸν τράχηλον διατρήσας καὶ τὸν ἐγκέφαλον ἐκκενώσας perforando el cuello y vaciando el cerebro D.S.34.29, τὸν λόφον διέτρησαν horadaron la colina con un túnel, D.C.Epit.7.20.9, cf. PHib.ll.cc., Paus.1.21.6, App.Mith.26, Dsc.4.64.7, Eus.M.23.1200D, Chrys.M.63.677, Gp.9.10.4, Hippiatr.26.23
c. dat. instrum. περόναις διατρῆσαι τὰ σφυρά Apollod.3.5.7, τὸ τεῖχος πυκνοῖς τρυπάνοις διατρήσομεν Apollod.Poliorc.148.3, ῥινοκέρως ... (κέρατι) χαλκόν τε διατρήσειεν ὀρούσας Opp.C.2.554, cf. Str.5.3.11, Gal.2.432, 3.690, 4.708, Chrys.M.49.70, en v. pas. διατέτρηται ᾗ ἐσακούομεν hay una abertura por donde oímos Hp.Loc.Hom.2, cf. Oss.4, Thphr.HP 1.13.3, Hero Spir.2.34, D.C.78.11.1, ὦτα para poner pendientes, Clem.Al.Paed.2.12.129, ὄστρακα διατετρημένα Thphr.HP 4.4.3, cf. Porph.ad Il.172.17, κάλαμοι ... διατετρημένοι πέραν cañas perforadas de un lado a otro Apollod.Poliorc.152.2, ἡ σκληρὰ μῆνιγξ ἡ σκέπουσα τὸν ἐγκέφαλον διατέτρηται δίκην ἠθμοῦ la membrana dura que recubre el cerebro está perforada como un colador Gal.3.652, ἐκ τοῦ ποδώματος διατρηθέντος τὴν κακουργίαν γεγονέναι que la fechoría (un robo) fue cometida por un agujero hecho en el piso, BGU 321.13, cf. SB 6.14 (ambos III d.C.), Olymp.in Grg.47.7, Basil.Hex.5.7 (p.310), c. dat. instrum. ὁ δὲ σφόνδυλος ... διατρηθεὶς ὀπαῖς Gal.4.95, cf. 2.844, 3.865, c. ac. de rel. τοὺς πόδας διατρηθέντες H.Mon.epíl.5
tb. en v. med. Αἰθὴρ ... ἀκοῇ δὲ χοάνην ὦτα διετετρήνατο el Éter ... como abertura para la audición perforó los oídos Ar.l.c., cf. Gal.3.144.
2 c. ac. de resultado abrir a través de en v. med. τοὺς δ' ἑτέρους (τῆς ἐκκρίσεως πόρους) ... οἷόν ὀπάς τινας λεπτὰς διετετρήνατο las otras (vías de excreción) las había abierto a modo de finos agujeros Gal.3.686, en v. pas. τρήματα δὲ πολλὰ διατέτρηται διὰ τοῦ κρανίου muchos agujeros han sido abiertos a través del cráneo Ruf.Onom.144.

German (Pape)

[Seite 606] durchbohren, durchlöchern; Her. 2, 11; διατετρανέεις 3, 12. – Med., διετετρήνατο, Ar. Th. 18. – Vgl. διατιτράω.

French (Bailly abrégé)

f. 2ᵉ sg. ion. διατετρανέεις;
trouer, percer;
Moy. διατετραίνομαι (ao. 3ᵉ sg. διετετρήνατο) m. sign.
Étymologie: διά, τετραίνω.

Greek (Liddell-Scott)

διατετραίνω: μέλλ. -τρανέω, Ἀττ. -τρανῶ, ἢ -τρήσω· - διατρυπῶ, κάμνω ὀπὴν ἔν τινι, τι Ἡρόδ. 2, 11., 3. 12· κατὰ μέσ. ἀόρ. διετετρήνατο Ἀριστοφ. Θεσμ. 18· - ὁ Θεόφρ. (Αἰτ. Φ. 1. 17, 9) ἔχει διατιτραίνω· καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζοῖς εὑρίσκομεν ἐνεστῶτα διατιτράω, Ἀππ. Καρχ. 8. 122· καὶ μετοχὴ ὡς ἐκ τοῦ διατίτρημι, διατιτράντες ὁδοὺς Δίων Κ. 69. 12.

Greek Monolingual

διατετραίνω και διατιτραίνω και διατίτρημι και διατιτρῶ (-άω) και διατράω (Α) τετραίνω
διατρυπώ, τρυπώ πέρα πέρα.

Greek Monotonic

διατετραίνω: μέλ. -τρανέω, Αττ. -τρανῶ ή —τρήσωδιατρυπώ, κάνω τρύπα σε κάτι, τι, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

διατετραίνω: (ион. fut. διατετρανέω) просверливать, пробивать (τι Her., med. Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-τετραίνω, aor. med. 3 sing. διετετρήνατο; Ion. fut. act. 2 sing. διατετρανέεις doorboren, ook med.

Middle Liddell

fut. -τρανέω attic -τρανῶ or -τρήσω
to bore through, make a hole in, τι Hdt.