καναχηδά

From LSJ
Revision as of 21:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰνᾰχηδά Medium diacritics: καναχηδά Low diacritics: καναχηδά Capitals: ΚΑΝΑΧΗΔΑ
Transliteration A: kanachēdá Transliteration B: kanachēda Transliteration C: kanachida Beta Code: kanaxhda/

English (LSJ)

Adv. with a loud noise, ποταμοὶ καναχηδὰ ῥέοντες Hes.Th.367, cf. A.R.3.71, Call.Del.45; of flutes, v. μίτρα.

German (Pape)

[Seite 1320] mit Geräusch, Getön, Gebrause; ποταμοὶ καναχηδὰ ῥέοντες Hes. Th. 367; Λυδία μίτρα καναχηδὰ πεποικιλμένα Pind. N. 8, 14 geht auf ein in lydischer Weise mit Instrumenten begleitetes Lied.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec un bruit retentissant.
Étymologie: καναχέω, -δα.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰνᾰχηδά: μετὰ καναχῆς, ἠχητικῶς, μετὰ κτύπου πολλοῦ, ποταμοὶ καναχηδὰ ῥέοντες Ἡσ. Θ. 367· Λυδίαν μίτραν καναχηδὰ (καναχαδὰ Bergk) πεποικιλμέναν Πινδ. Ν. 8, 25, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 71· ἐπὶ αὐλῶν, ἴδε ἐν λ. μίτρα.

Greek Monotonic

κᾰνᾰχηδά: επίρρ., με έναν δυνατό οξύ κτύπο, παφλασμό, λέγεται για το νερό, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰνᾰχηδά: (δᾰ) adv. с сильным шумом, с грохотом (ποταμοὶ κ. ῥέοντες Hes.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καναχηδά, Dor. καναχαδά [καναχή] adv., luid.

Middle Liddell


with a sharp loud noise, of water, Hes.