μονοβάμων

From LSJ
Revision as of 21:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοβᾱ́μων Medium diacritics: μονοβάμων Low diacritics: μονοβάμων Capitals: ΜΟΝΟΒΑΜΩΝ
Transliteration A: monobámōn Transliteration B: monobamōn Transliteration C: monovamon Beta Code: monoba/mwn

English (LSJ)

[ᾱ], ον, gen. ονος, A walking alone, E.Hyps.Fr.3(1).38 (lyr.). 2 μέτρον μ. metre of but one foot, Simm. 26.9.

German (Pape)

[Seite 202] ον, allein gehend, μέτρον, aus einem Fuße bestehend, Simm. ovum (XV, 27).

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
t. de prosod. qui n’a qu'un pied.
Étymologie: μόνος, βαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

μονοβάμων: [ᾱ], -ον, γεν. -ονος, ὁ βαδίζων μόνος, μέτρον μ., ἑνὸς μόνου ποδός, Ἀνθ. Π. 15. 27.

Greek Monolingual

μονοβάμων, -ον (Α)
1. αυτός που βαδίζει μόνος
2. (για στίχο) αυτός που σύγκειται από έναν μόνο πόδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο-βάμων].

Greek Monotonic

μονοβάμων: [ᾱ], -ον (βῆμα), γεν. -ονος, αυτός που περπατάει μόνος· μέτρον μονοβάμον, μήκος ίσο με ενός μόνο ποδιού, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μονοβάμων: 2, gen. ονος (ᾱ) содержащий только одну (стихотворную) стопу, одностопный (μέτρον Anth.).

Middle Liddell

μονο-βά¯μων, ον, βῆμα
walking alone: μέτρον μ. metre of but one foot, Anth.