κατάδρυμμα

From LSJ
Revision as of 21:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάδρυμμα Medium diacritics: κατάδρυμμα Low diacritics: κατάδρυμμα Capitals: ΚΑΤΑΔΡΥΜΜΑ
Transliteration A: katádrymma Transliteration B: katadrymma Transliteration C: katadrymma Beta Code: kata/drumma

English (LSJ)

ατος, τό, (καταδρύπτω) tearing, rending, σαρκῶν… καταδρύμματα Χειρῶν of flesh with hands, E.Supp.51.

German (Pape)

[Seite 1347] τό, das Zerreißen, Zerfleischen, plur. χειρῶν, mit den Händen, Eur. Suppl. 51.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
déchirure, écorchure, égratignure.
Étymologie: καταδρύπτω.

Greek (Liddell-Scott)

κατάδρυμμα: τό, σπάραγμα, σαρκῶν… καταδρύμματα χειρῶν, σπαράγματα τῆς σαρκὸς διὰ τῶν χειρῶν, Εὐρ. Ἱκέτ. 52.

Greek Monolingual

κατάδρυμμα, τὸ (Α) καταδρύπτω
σπάραγμα, ξέσχισμα.

Greek Monotonic

κατάδρυμμα: -ατος, τό, σχίσιμο, κομμάτιασμα ή κατασπάραγμα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κατάδρυμμα: ατος τό расцарапывание, разрывание, растерзывание (σαρκῶν πολιῶν καταδρύμματα Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάδρυμμα -ατος, τό [καταδρύπτω] scheur, wond:. ῥυσὰ δὲ σαρκῶν πολιᾶν καταδρύμματα χειρῶν de wonden die door onze handen in ons oude vlees zijn gereten Eur. Suppl. 51.

Middle Liddell

κατάδρυμμα, ατος, τό,
a tearing or rending, Eur. [from καταδρύπτω