μισθαρνέω

From LSJ
Revision as of 21:44, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἀνδρῶν γὰρ σωφρόνων μέν ἐστιν, εἰ μὴ ἀδικοῖντο, ἡσυχάζειν → for it is the part of prudent men to remain quiet if they should not be wronged

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθαρνέω Medium diacritics: μισθαρνέω Low diacritics: μισθαρνέω Capitals: ΜΙΣΘΑΡΝΕΩ
Transliteration A: mistharnéō Transliteration B: mistharneō Transliteration C: mistharneo Beta Code: misqarne/w

English (LSJ)

pf. μεμισθάρνηκα Aeschin.1.154:—work for hire or serve for hire, ὅσοι μισθαρνοῦντες ἤνυσαν τάδε S.Ant.302, cf. Hp.Ep.11, Pl.R. 346b, D.18.49; τῶν βαναύσων καὶ μισθαρνούντων Arist.Pol.1296b29; οἱ μισθαρνοῦντες τῶν ῥητόρων Phld.Rh.2.56 S.; ὁ μισθαρνῶν ὄχλος Plu.Cat. Mi.44; μισθαρνέω παρά τινος = receive pay from... D.18.236; especially of prostitution, τῷ σώματι μισθαρνοῦσα = hiring herself out, hiring her body, quaestum corpore facere, Id.59.20, cf. Aeschin. l. c., PMagd.14.3 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 190] um Lohn dienen, arbeiten, ὅσοι δὲ μισθαρνοῦντες ἤνυσαν τάδε, Soph. Ant. 302; Plat. Rep. I, 346 b VI, 493 a; Din. 1, 151 Aesch. 3, 220; Sp.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
travailler à gages, être mercenaire, salarié ; en mauv. part faire trafic (de son corps).
Étymologie: μισθάρνης.

Greek (Liddell-Scott)

μισθαρνέω: ἐργάζομαι ἢ ὑπηρετῶ ἐπὶ μισθῷ, Ἱππ. 1274. 47, Πλάτ. Πολ. 346Β, Δημ. 242· 6· τῶν βαναύσων καὶ μισθαρνούντων Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 12, 3· μ. παρά τινος, λαμβάνω μισθὸν παρά..., Δημ. 306. 9· μισθαρνῶν ἀνύτω τι, πράττω τι ἐπὶ μισθῷ, Σοφ. Ἀντ. 302· - ἐπὶ πορνείας, Δημ. 352. 14.

Greek Monotonic

μισθαρνέω: μελ. -ήσω, εργάζομαι ή υπηρετώ έναντι αμοιβής, σε Πλάτ., Δημ.· μισθαρνῶν ἀνύειν τι, κάνω κάτι επί πληρωμή, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

μισθαρνέω: служить по найму, работать за плату: οἰ μισθαρνοῦντες Arst., Plut. наемные рабочие или наемники; μισθαρνοῦντες ἤνυσαν τάδε Soph. они совершили это за плату.

Middle Liddell


to work or serve for hire, Plat., Dem.; μισθαρνῶν ἀνύειν τι to do a thing for pay, Soph.