μιμνάζω

From LSJ
Revision as of 21:54, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιμνάζω Medium diacritics: μιμνάζω Low diacritics: μιμνάζω Capitals: ΜΙΜΝΑΖΩ
Transliteration A: mimnázō Transliteration B: mimnazō Transliteration C: mimnazo Beta Code: mimna/zw

English (LSJ)

Ep. form of μίμνω, A wait, stay, Il.2.392, 10.549, A.R.1.226, AP4.4 (Agath.): impf. μίμναζε Opp.H.5.463. II trans., await, expect, c. acc., h.Hom.9.6.

German (Pape)

[Seite 187] = μάμνω, μένω, bleiben, standhalten; παρὰ νηυσί, Il. 10, 549, vgl. 2, 391; c. accus., erwarten, H. h. 8, 6. Auch sp. D., wie Agath. 58 (IV, 4); Paul. Sil. 24 (V, 254).

French (Bailly abrégé)

rester.
Étymologie: μίμνω.

Greek (Liddell-Scott)

μιμνάζω: Ἐπικ. τύπος τοῦ μίμνω, περιμένω, μένω, Ἰλ. Β. 392, Κ. 549. ΙΙ. μεταβ., ἀναμένω, περιμένω τινά, προσδοκῶ, μετ’ αἰτ., ὅθ’ Ἀργυρότοξος Ἀπόλλων ἧσται μιμνάζων ἑκατηβόλον ἰοχέαιραν Ὁμ. Ὕμν. 9, 6.

English (Autenrieth)

(μίμνω): remain, Il. 2.392 and Il. 10.549.

Greek Monolingual

μιμνάζω (Α)
1. παραμένω, μένω
2. περιμένω, αναμένω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίμνω με εκφραστική κατάλ. -άζω].

Greek Monotonic

μιμνάζω: Επικ. τύπος του μίμνω·
I. περιμένω, παραμένω, σε Ομήρ. Ιλ.
II. περιμένω, προσδοκώ με αιτ., σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

μιμνάζω: (только praes.)
1) оставаться, пребывать (παρὰ νηυσί Hom.);
2) ожидать (τινά HH, Anth.).

Middle Liddell

μιμνάζω, [epic form of μίμνω
I. to wait, stay, Il.
II. to await, expect, c. acc., Hhymn.