μεταυτίκα
From LSJ
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
English (LSJ)
[ῐ], Adv. just after, presently after, Hdt.2.161, 5.112.
German (Pape)
[Seite 156] gleich nachher, darauf, Her. 5, 112.
French (Bailly abrégé)
adv.
aussitôt après.
Étymologie: μετά, αὐτίκα.
Greek (Liddell-Scott)
μεταυτίκα: [ῐ], = αὐτίκα μετὰ ταῦτα, εὐθύς, ἀμέσως μετὰ ταῦτα, Ἡρόδ. 2. 161., 5. 112.
Greek Monolingual
μεταυτίκα (Α)
επίρρ. ευθύς, αμέσως μετά από αυτά, αμέσως κατόπιν («καὶ μεταυτίκα τελευτήσαντος ἐξεδέξατο», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + αὐτίκα «αμέσως»].
Greek Monotonic
μεταυτίκα: [ῐ], επίρρ., αμέσως μετά, χωρίς καθυστέρηση, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
μεταυτίκᾰ: (ῐ) adv. тотчас же после этого Her.