μόρφωσις

From LSJ
Revision as of 22:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόρφωσις Medium diacritics: μόρφωσις Low diacritics: μόρφωσις Capitals: ΜΟΡΦΩΣΙΣ
Transliteration A: mórphōsis Transliteration B: morphōsis Transliteration C: morfosis Beta Code: mo/rfwsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A shaping, bringing into shape, σχηματισμὸς καὶ μ. τῶν δένδρων Thphr.CP3.7.4, cf. Gal.4.640, Ptol.Tetr.27, Heph. Astr.1.3. II form, semblance, Ep.Rom.2.20, 2 Ep.Ti.3.5.

German (Pape)

[Seite 209] ἡ, das Gestalten, Abbilden, Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de donner une forme;
2 forme, figure, extérieur.
Étymologie: μορφόω.

Greek (Liddell-Scott)

μόρφωσις: ἡ, ἡ μορφὴ ἣν λαμβάνει τι, σχηματισμός, τῶν δένδρων Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 4. ΙΙ. τὸ ἐξωτερικόν, τὸ φαινόμενον, ἔχοντα τὴν μόρφωσιν τῆς γνώσεως καὶ τῆς ἀληθείας ἐν τῷ νόμῳ, τὸν τύπον τῆς γνώσεως..., Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. β΄, 20, Β΄ πρ Τιμ. γ΄, 5.

English (Strong)

from μορφόω; formation, i.e. (by implication), appearance (semblance or (concretely) formula): form.

English (Thayer)

μορφωσεως, ἡ (μορφόω);
1. a forming, shaping: τῶν δένδρων, Theophrastus,
c. pl. 3,7, 4.
2. form; i. e.
a. the mere form, semblance: εὐσεβείας, the form befitting the thing or truly expressing the fact, the very form: τῆς γνώσεως καί τῆς ἀληθείας, Romans 2:20.

Greek Monotonic

μόρφωσις: ἡ, μορφή, όψη, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

μόρφωσις: εως ἡ
1) образ, образец (τῆς γνώσεως NT);
2) вид, видимость (εὐσεβείας NT).

Middle Liddell

μόρφωσις, ιος, ἡ,
form, semblance, NTest.

Chinese

原文音譯:mÒrfwsij 摩而賀西士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:形狀(著)
字義溯源:形成,外貌,外觀,模範,化身;源自(μορφόω)=成形);而 (μορφόω)出自(μορφή)*=形像)。參讀 (εἶδος)同義字參讀 (μορφή)同源字
出現次數:總共(2);羅(1);提後(1)
譯字彙編
1) 外貌(1) 提後3:5;
2) 模範(1) 羅2:20