μασταρύζω

From LSJ
Revision as of 22:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαστᾰρύζω Medium diacritics: μασταρύζω Low diacritics: μασταρύζω Capitals: ΜΑΣΤΑΡΥΖΩ
Transliteration A: mastarýzō Transliteration B: mastaryzō Transliteration C: mastaryzo Beta Code: mastaru/zw

English (LSJ)

mumble, like one with his mouth full, of an old man, Ar.Ach.689; cf. μασταρίζειν· μαστιχᾶσθαι, καὶ τρέμειν, κτλ., Hsch.:— also μαστηρύζειν· τὸ κακῶς μασᾶσθαι (Cyren.), Phot.

French (Bailly abrégé)

mâcher péniblement, mâchonner.
Étymologie: μάσσω.

Greek (Liddell-Scott)

μαστᾰρύζω: ὡς τὸ τονθορύζω, προφέρω ἀσαφῶς, ὡς ὁ ἔχων τὸ στόμα αὑτοῦ πλῆρες, ἐπὶ γέροντος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 689· - «μασταρύζειν· τὸ κακῶς μασᾶσθαι, Κυρηναῖοι» Φώτ.· - ὁ Ἡσύχ. ἔχει μασταρίζειν (διὰ τοῦ ι) καὶ ἑρμηνεύει «μαστιχᾶσθαι. τρέμειν. ἢ σφοδρῶς ἢ κακῶς μασᾶσθαι».

Greek Monolingual

μασταρύζω και μαστηρύζω και μασταρίζω (Α)
1. (για γέροντα) προφέρω κάτι ασαφώς σαν να έχω το στόμα μου γεμάτο, τραυλίζω, φαφουτίζω («ὁ δ' ὑπὸ γήρως μασταρύζει», Αριστοφ.)
2. (κατά τον Φώτ.) «μαστηρύζειν
τὸ κακῶς μασᾶσθαι, Κυρηναῖοι»
3. (κατά τον Ησύχ.) «μασταρίζειν
μαστιχάσθαι, καὶ τρέμειν
ἢ σφοδρῶς ἢ κακῶς μασᾶσθαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του μαστάζω (< μάσταξ) με εκφραστικό επίθημα -ρυ- πριν από την κατάλ. (πρβλ. κελαρύζω)].

Greek Monotonic

μαστᾰρύζω: μόνο σε ενεστ., μουρμουρίζω, λέγεται για ηλικιωμένο άνθρωπο, σε Αριστοφ. (ηχομιμ. λέξη).

Russian (Dvoretsky)

μαστᾰρύζω: вяло жевать губами, бормотать, мямлить (ὑπὸ γήρως Arph.).

Middle Liddell

μαστᾰρύζω,
only in pres., to mumble, of an old man, Ar. [Formed from the sound.]