καταδιαφθείρω

From LSJ
Revision as of 22:07, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδιαφθείρω Medium diacritics: καταδιαφθείρω Low diacritics: καταδιαφθείρω Capitals: ΚΑΤΑΔΙΑΦΘΕΙΡΩ
Transliteration A: katadiaphtheírō Transliteration B: katadiaphtheirō Transliteration C: katadiaftheiro Beta Code: katadiafqei/rw

English (LSJ)

A squander, τὰ πατρῷα Eup.44. 2 in Pass., to be consumed, ἐν πυρί Luc.Tim.44 (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 1346] verstärktes διαφθείρω; Eupolis bei Zon.; Luc. Tim. 44, v.l.

French (Bailly abrégé)

c. διαφθείρω.
Étymologie: κατά, διαφθείρω.

Greek (Liddell-Scott)

καταδιαφθείρω: κατασπαταλῶ, τὰ πατρῷα Εὔπολις ἐν «Αὐτολύκῳ» 10.

Greek Monolingual

καταδιαφθείρω (Α)
κατασπαταλώκαταδιαφθείρω τὰ πατρῷα» — κατασπαταλώ την πατρική περιουσία).

Russian (Dvoretsky)

καταδιαφθείρω: окончательно губить, pass. погибать (ἐν πυρί Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-διαφθείρω verteren:. ἐν πυρὶ καταδιαφθειρόμενον die in het vuur geheel verteerd wordt Luc. 25.44.