ξυλήφιον

From LSJ
Revision as of 22:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλήφιον Medium diacritics: ξυλήφιον Low diacritics: ξυλήφιον Capitals: ΞΥΛΗΦΙΟΝ
Transliteration A: xylḗphion Transliteration B: xylēphion Transliteration C: ksylifion Beta Code: culh/fion

English (LSJ)

τό, Dim. of ξύλον, piece of wood, stick, Hp.Steril.230, Alex.98.24, Plb.6.34.9, D.S.4.76:—misspelt ξυλίφιον D.S.l.c. (v.l.), Thom.Mag.p.253 R.; ξυλύφιον v.l. in Suid. s.vv. Διοκλῆς, ὀξύβαφον; ξυλήριον EM611.23.

German (Pape)

[Seite 281] τό, dim. von ξύλον, Stückchen Holz; Alexis bei Ath. XIII, 568 d (v. 24); Pol. 6, 35, 7 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit morceau de bois.
Étymologie: ξύλον, ἅπτω.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλήφιον: τό, ὑποκορ., τοῦ ξύλον, τεμάχιον ξύλου, «ξυλάκι», ῥάβδος, Ἱππ. 682. 44, Ἄλεξις ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 24, Πολύβ. 6. 35, 7, Διόδ. 4.76· - τὴν λέξιν ταύτην συχνάκις μνημονεύουσιν οἱ γραμμ. ποικιλοτρόπως ἡμαρτημ. - ξυλίφιον, ξυλύφιον, ξυλήριον.

Greek Monolingual

ξυλήφιον, τὸ (ΑΜ, Μ και ξυλάφιον)
μικρό τεμάχιο ξύλου, ξυλαράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + υποκορ. κατάλ. -άφιον / -ήφιον (πρβλ. ξυρ-άφιον)].

Greek Monotonic

ξῠλήφιον: τό, υποκορ. του ξύλον, κομμάτι ξύλου, ξυλάκι, ξυλαράκι, ραβδάκι, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

ξῠλήφιον: τό кусочек дерева, щепка Polyb., Diod.

Middle Liddell

ξῠλήφιον, ου, τό, [Dim. of ξύλον
a piece of wood, a stick, Polyb.