καταπτώσσω

From LSJ
Revision as of 22:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπτώσσω Medium diacritics: καταπτώσσω Low diacritics: καταπτώσσω Capitals: ΚΑΤΑΠΤΩΣΣΩ
Transliteration A: kataptṓssō Transliteration B: kataptōssō Transliteration C: kataptosso Beta Code: kataptw/ssw

English (LSJ)

= καταπτήσσω, τίπτε καταπτώσσοντες ἀφέστατε; Il. 4.340, al.; of dogs, Gp.19.2.11.

German (Pape)

[Seite 1373] sich niederducken, fürchten, Il. 4, 224. 340. 5, 476; Geop.

French (Bailly abrégé)

seul. prés;
c.
καταπτήσσω.
Étymologie: κατά, πτώσσω.

Greek (Liddell-Scott)

καταπτώσσω: «ζαρώνω», χαμηλώνω, ὡς τὸ καταπτήσσω, τίπτε καταπτώσαντες ἀφέστατε; Ἰλ. Δ. 340, πρβλ. 224· κ. κύνες ὣς ἀμφὶ λέοντα Ε. 254, 476· «καταπτώσει· φοβεῖται, δειλιᾷ, ταπεινοῦται» Ἡσύχ.

English (Autenrieth)

καταπτήσσω (Il.)

Greek Monolingual

καταπτώσσω (AM)
βλ. καταπτήσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-πτώσσω wegduiken.

Russian (Dvoretsky)

καταπτώσσω: (только praes.) эп. Hom. - καταπτήσσω.

Middle Liddell

= καταπτήσσω, Il.]