κισσήρης

From LSJ
Revision as of 22:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κισσήρης Medium diacritics: κισσήρης Low diacritics: κισσήρης Capitals: ΚΙΣΣΗΡΗΣ
Transliteration A: kissḗrēs Transliteration B: kissērēs Transliteration C: kissiris Beta Code: kissh/rhs

English (LSJ)

ες, (> ἀραρίσκω) = κισσηρεφής (ivy-clad), ὄχθαι S. Ant. 1132 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1442] ες, dasselbe; ὄχθαι Soph. Ant. 1119, Schol. κισσοφόροι.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
couvert de lierre.
Étymologie: κισσός.

Greek (Liddell-Scott)

κισσήρης: -ες, (κισσός, *ἄρω) περιβεβλημένος κισσόν, ὄχθαι Σοφ. Ἀντ. 1132.

Greek Monolingual

κισσήρης, -ῆρες (Α)
κισσηρεφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -ήρης (< ἀραρίσκω «συνδέω, συναρμολογώ»), πρβλ. λογχήρης, ποδήρης.

Greek Monotonic

κισσήρης: -ες (κισσός, *ἄρω), περιβεβλημένος με κισσό, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

κισσήρης: покрытый плющом (Νυσαίων ὀρέων κισσήρεις ὄχθαι Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κισσήρης -ες [κισσός, ἀραρίσκω] bedekt met klimop.

Middle Liddell

κισσ-ήρης, ες κισσός, *ἄρω]
ivy-clad, Soph.