κροκόω

From LSJ
Revision as of 22:46, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροκόω Medium diacritics: κροκόω Low diacritics: κροκόω Capitals: ΚΡΟΚΟΩ
Transliteration A: krokóō Transliteration B: krokoō Transliteration C: krokoo Beta Code: kroko/w

English (LSJ)

A crown with yellow ivy (cf. κροκόεις 1), AP13.29 (Nicaenet., Pass.). II (κρόκη) weave, Dionys. ap. St.Byz.s.v. Δαρσανία. 2 wrap in wool, Phot.

German (Pape)

[Seite 1512] 1) (κρόκος), mit Saffran bekränzen, εἶχε δὲ κιττῷ μέτωπον οἷα καὶ σὺ κεκροκωμένον Nicaenet. 4 (XIII, 29), wo an ein Farben mit Saffran nicht ni denken. – 2) (κρόκη), bei Phot. u. B. A. 273, in den Mysterien, τὴν δεξιὰν χεῖρα καὶ τὸν πόδα κρόκῃ ἀναδεῖσθαι, mit den Einschlagsfäden umwickeln. – Auch = den Einschlag in den Aufzug bringen, weben, Dion. Per. fr. 13. – S. auch κροκωτός.

French (Bailly abrégé)

1-ῶ :
1 tisser;
2 envelopper comme d'un voile, couronner.
Étymologie: κρόκη.
2-ῶ :
couronner de safran LSJ.
Étymologie: κρόκος.

Greek (Liddell-Scott)

κροκόω: (κρόκος) στέφω διὰ τοῦ κιτρίνου κισσοῦ (πρβλ. κροκόεις), Ἀνθ. Π. 13. 29. ΙΙ. (κρόκη) τεριτυλίσσω δι’ ἐρίου (κρόκης), «κροκοῦν: οἱ μύσται ὡς φασὶ κρόκῃ τὴν δεξιὰν χεῖρα καὶ τὸν πόδα ἀναδοῦνται· καὶ λέγεται τοῦτο κροκοῦν· οἱ δὲ ὅτι ἐνίοτε κρόκῳ καθαίρονται» Φωτίου Λεξικ.· καθόλου, ὑφαίνω, Διον. Π. Ἀποσπάσ. 13.

Greek Monotonic

κροκόω: μέλ. -ώσω (κρόκος), στεφανώνω με κίτρινο κισσό, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κροκόω: обвивать (κισσῷ μέτωπον κεκροκωμένον ἔχειν Anth.).

Middle Liddell

κροκόω, fut. -ώσω κρόκος
to crown with yellow ivy, Anth.