παλινστομέω
From LSJ
English (LSJ)
= δυσφημέω, speak words of ill omen, A.Th.258.
German (Pape)
[Seite 450] wieder reden, wie παλιλλογέω, Aesch. Spt. 240.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
parler de nouveau.
Étymologie: πάλιν, στόμα.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλινστομέω: δυσφημέω, λέγω λόγους δυσοιώνους, Αἰσχύλ. Θήβ. 258.
Greek Monotonic
πᾰλινστομέω: ξεστομίζω κακά προμαντεύματα, ανακοινώνω άσχημους οιωνούς, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλινστομέω: опять говорить или говорить наперекор, сулить недоброе Aesch.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλινστομέω [πάλιν, στόμα] onheilspellende woorden spreken.