πείθαρχος
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
English (LSJ)
ον, (ἀρχή) obedient, π. φρήν A.Pers.374.
German (Pape)
[Seite 543] dem Vorgesetzten gehorchend, φρήν, Aesch. Pers. 206.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
obéissant au chef, docile.
Étymologie: πείθω, ἀρχή.
Greek (Liddell-Scott)
πείθαρχος: -ον, (ἀρχὴ) ὁ ὑπακούων, εὐπειθής, π. φρὴν Αἰσχύλ. Πέρσ. 374.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) πειθαρχικός, ευπειθής, («πειθάρχῳ φρενί», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- του πείθω + -αρχος (< ἀρχή), πρβλ. δήμ-αρχος].
Greek Monotonic
πείθαρχος: -ον (ἀρχή), υπάκουος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πείθαρχος: послушный, покорный (φρήν Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πείθαρχος -ον [πείθω, ἀρχή] gehoorzaam:. πειθάρχῳ φρενί met gehoorzaam hart Aeschl. Pers. 374.
Middle Liddell
πείθ-αρχος, ον, ἀρχή
obedient, Aesch.