πιδύω

From LSJ
Revision as of 08:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die

Sophocles, Antigone, 220
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῑδύω Medium diacritics: πιδύω Low diacritics: πιδύω Capitals: ΠΙΔΥΩ
Transliteration A: pidýō Transliteration B: pidyō Transliteration C: pidyo Beta Code: pidu/w

English (LSJ)

gush forth, AP9.322 (Leon.), 10.13 (Satyr.); ὀλίγον καὶ πονηρὸν ἐπίδυε [τὸ ποτόν] Plu.Aem.14, cf. Antig.Mir.144: —Med., Nic.Th.302. [ῡ exc. in Nic. l.c.]

German (Pape)

[Seite 612] aufquellen, durchquellen u. durchsintern lassen; πιδυούσης εἰς ἓν τῆς γῆς τὰς ἀρχὰς τῶν ποταμῶν, Arist. meteorl. 1, 13, 5; gew. im med. hervorquellen, sprudeln, αἷμα διὲκ ῥινῶν τε καὶ αὐχένος πιδύεται, Nic. Ther. 302, Schol. πηδᾷ. Die Gramm. haben auch πηδύω u. leiten es falsch von πηδάω ab.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
sourdre, jaillir.
Étymologie: R. Πι, boire ; cf. πίνω.

Greek (Liddell-Scott)

πῑδύω: ἀναβρύω, Ἀνθ. Π. 9. 322., 10. 13· ὀλίγον καὶ πονηρὸν ἐπίδυε [τὸ ποτὸν] Πλουτ. Αἰμίλ. 14· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Νικ. Θηρ. 302· πρβλ. ἐκπιδύομαι. Κατὰ τοὺς παλαιοὺς Γραμμ. πιδύω, πιδάω, πηδάω ἦσαν ποικιλίαι τῆς αὐτῆς λέξ. ὡς ἐν τῇ Ἀγγλ. ἡ λέξ. spring σημαίνει καὶ πηγὴν καὶ τὸ πηδᾶν· ἀλλὰ πιθανώτερον ἐκ τῆς √ΠΙ, ἴδε ἐν λέξ. πίνω.)

Greek Monolingual

Α
αναβλύζω, βγαίνω, ξεπηδώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῖδαξ, μέσω αμάρτυρου πῖδυς (βλ. πίδακας)].

Greek Monotonic

πῑδύω: ρέω ορμητικά προς τα εμπρός, αναβλύζω, σε Ανθ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

πῑδύω: (ῡ) струиться, литься, изливаться Plut., Anth.

Middle Liddell

to gush forth, Anth., Plut.