πινακίσκος
ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged
English (LSJ)
ὁ, Dim. of πίναξ 2, Ar.Pl. 813,Fr.532, Pherecr.108.14, Pl.Com.119, Lync.1.6.
German (Pape)
[Seite 616] ὁ, = πινακίδιον, Ar. Plut. 813.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
dim. de πίναξ.
Greek (Liddell-Scott)
πῐνᾰκίσκος: ὁ, = πινακίδιον, Ἀριστοφ. Πλ. 813, Ἀποσπ. 449, Φερεκράτ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 4. 14, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Πρέσβεσι» 1· ἴδε πίναξ 2.
Greek Monolingual
ὁ, Α πίναξ, -ακος]
1. μικρό πιάτο, πιατάκι
2. πινακίδα ζωγραφισμένη.
Greek Monotonic
πῐνᾰκίσκος: ὁ, = πινάκιον, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πινακίσκος -ου, ὁ, demin. van πίναξ, schoteltje.
Russian (Dvoretsky)
πινακίσκος: ὁ Arph. = πινακίδιον.
Middle Liddell
πῐνᾰκίσκος, ὁ, = πινάκιον, Ar.]