προσεγκελεύομαι

From LSJ
Revision as of 08:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 517
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεγκελεύομαι Medium diacritics: προσεγκελεύομαι Low diacritics: προσεγκελεύομαι Capitals: ΠΡΟΣΕΓΚΕΛΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: prosenkeleúomai Transliteration B: prosenkeleuomai Transliteration C: prosegkeleyomai Beta Code: prosegkeleu/omai

English (LSJ)

Med., A exhort besides, τινι Plu.Alex.10. II σαλπιγκταὶ μέλος π. play a rousing tune, Id.Aem.33.

German (Pape)

[Seite 757] (s. κελεύω), noch dazu ermuntern, zureden, Plut. Alex. 10.

French (Bailly abrégé)

presser par des exhortations, acc..
Étymologie: πρός, ἐγκελεύομαι.

Greek (Liddell-Scott)

προσεγκελεύομαι: Μεσ., ἐγκελεύομαι, παρακινῶ προσέτι, τινα Πλουτ. Αἰμίλ. 33· τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξ. 10.

Greek Monolingual

Α
παρακινώ παραπέρα, προτρέπω επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐγκελεύομαι «προτρέπω, διατάσσω, παραγγέλλω, σαλπίζω έφοδο»].

Greek Monotonic

προσεγκελεύομαι: Μέσ., παρακινώ επιπλέον, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-εγκελεύομαι extra aansporen, met dat.: τῷ νεανίσκῳ προσεγκελευσαμένην omdat zij de jongeman extra aangemoedigd had Plut. Alex. 10.6.

Russian (Dvoretsky)

προσεγκελεύομαι: сверх того побуждать, уговаривать (τινα и τινι Plut.).

Middle Liddell

Mid. to exhort besides, Plut.