πόκα
From LSJ
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
English (LSJ)
ποκά [ᾰ], Dor. for πότε, ποτέ (qq.v.).
German (Pape)
[Seite 653] u. ποκά, dor. statt πότε u. ποτέ, u. eben so durch die ganze verwandte Reihe: ὅκα, ὁπόκα, ὁππόκα, ἄλλοκα.
French (Bailly abrégé)
dor. c. πότε.
Greek (Liddell-Scott)
πόκα: ἢ ποκὰ [ᾰ], Δώρ. ἀντὶ τοῦ πότε καὶ ποτέ· οὕτω δὲ καὶ τὰ ὅμοια, ὅκα, ὁπόκα, ὁππόκα, ἄλλοκα.
Greek Monolingual
(I)
Α
(δωρ. τ.) βλ. πότε.
(II)
η, Ν
παιχνίδι με χαρτιά που μοιάζει με το πόκερ, με τη διαφορά ότι ενώ σε αυτό όλα τα φύλλα δίνονται κλειστά, στην πόκα δίνεται μόνο το πρώτο κλειστό και τα υπόλοιπα ανοιχτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. poker].
Greek Monotonic
πόκα: ή ποκά[ᾰ], Δωρ. αντί πότε και ποτέ.
Russian (Dvoretsky)
πόκα: adv. дор. = πότε.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πόκα Dor. voor πότε.