σκαιοσύνη
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ἡ, = σκαιότης (awkwardness, lefthandedness), S. OC 1213 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 888] ἡ, = σκαιότης; Soph. O. C. 1215; Ar. bei Suid.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
gaucherie, maladresse, grossièreté.
Étymologie: σκαιός.
Greek (Liddell-Scott)
σκαιοσύνη: ἡ, = τῷ ἑπομ., Σοφ. Ο. Κ. 1213.
Greek Monolingual
ἡ, Α σκαιός
1. έλλειψη ευγένειας και καλής διάθεσης στη συμπεριφορά ενός ανθρώπου, σκαιότητα
2. ανοησία, μωρία
3. ηθική διαστροφή.
Greek Monotonic
σκαιοσύνη: ἡ, = το επόμ., σε Σοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκαιοσύνη -ης, ἡ [σκαιός] domheid.
Russian (Dvoretsky)
σκαιοσύνη: ἡ Soph. = σκαιότης.