συγγηθέω
From LSJ
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
English (LSJ)
pf. -γέγηθα, rejoice with, τινι E.Hel.727.
German (Pape)
[Seite 961] (s. γηθέω), sich mitfreuen, ξυγγέγηθα, Eur. Hel. 732.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
se réjouir avec, τινι.
Étymologie: σύν, γηθέω.
Greek (Liddell-Scott)
συγγηθέω: πρκμ. -γέγηθαι, χαίρω μετά τινος, τινι, Εὐριπ. Ἑλλ. 727· συγγήθω, Θεόδ. Στουδ. 369D.
Greek Monotonic
συγγηθέω: παρακ. -γέγηθα, χαίρομαι μαζί με κάποιον, τινί, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
συγγηθέω: радоваться вместе, разделять (чью-л.) радость: ὅστις μὴ ξυγγέγηθε καὶ ξυνωδίνει κακοῖς Eur. кто не разделил (чьих-л.) ни радостей, ни горя.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-γηθέω samen (met...) blij zijn, met dat.