σύνοπλος

From LSJ
Revision as of 09:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Οὗτος Ἰουστῖνον καὶ Νεοβιγάστην στρατηγοὺς προβαλόμενος, καὶ τὰς Βρεττανίας ἐάσας, περαιοῦται ἅμα τῶν αὐτοῦ ἐπὶ Βονωνίαν → He appointed Justinus and Neovigastes as generals, and leaving Britain, crossed with his forces to Bononia.(Olympiodorus/Photius)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνοπλος Medium diacritics: σύνοπλος Low diacritics: σύνοπλος Capitals: ΣΥΝΟΠΛΟΣ
Transliteration A: sýnoplos Transliteration B: synoplos Transliteration C: synoplos Beta Code: su/noplos

English (LSJ)

ον, under arms together, allied, δόρατα E.HF127 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1031] mit unter den Waffen, Waffengefährte; ξύνοπλα δόρατα Eur. Herc. F. 128.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui s'unit à d'autres armes en parl. d'une arme;
2 allié en parl. de qqn.
Étymologie: σύν, ὅπλον.

Greek (Liddell-Scott)

σύνοπλος: -ον, ὁ συμπολεμῶν τινι, σύμμαχος, σύνοπλα δόρατα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 128.

Greek Monolingual

-ον, Α
σύμμαχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -οπλος (< ὅπλον), πρβλ. ἔν-οπλος].

Greek Monotonic

σύνοπλος: -ον (ὅπλον), αυτός που πολεμάει από κοινού με κάποιον, συμπολεμιστής, συμμαχητής, σύμμαχος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

σύνοπλος: воюющий вместе, союзный (δόρατα Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύνοπλος -ον [σύν, ὅπλον] voor hetzelfde doel bewapend, bondgenoten-:. δόρατα ξύνοπλα meevechtende speren Eur. HF 128.

Middle Liddell

σύν-οπλος, ον, ὅπλον
under arms together, allied, Eur.