ἀδείμαντος
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
English (LSJ)
ον, (δειμαίνω) A fearless, dauntless, Pi.N.10.17, etc.; ἦλθ' ἀ. ποδί E.Rh.697: c. gen., ἐμαυτῆς ἀ. without fear for myself, A.Pers.162. Adv. -τως Id.Ch.771. 2 where no fear is, οἰκία Luc.Philops.31.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne s'effraie pas : ἀδείμαντος ἐμαυτῆς ESCHL sans crainte pour moi-même;
2 où il n’y a rien à craindre.
Étymologie: ἀ, δειμαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδείμαντος: -ον, (δειμαίνω) ἄφοβος, ἀκατάπληκτος, Πινδ. Ν. 10. 30, κτλ.· μ. γεν., ἀδ. ἐμαυτῆς, ἄνευ φόβου περὶ ἐμαυτῆς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 162: - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. Χο. 771. 2) ἔνθα οὐδεὶς ἔγκειται φόβος, ὁ μὴ παρέχων φόβον, οἰκία, Λουκ. Φιλόψ. 31.
English (Slater)
ᾰδείμαντος fearless, of Herakles ἀθανάτων βασιλεὺς αὐλὰν ἐσῆλθεν, σπέρμ' ἀδείμαντον φέρων Ἡρακλέος (N. 10.17) τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα (I. 1.12)
Greek Monotonic
ἀδείμαντος: -ον (δειμαίνω),
1. άφοβος, ατρόμητος, σε Πίνδ. κ.λπ.· επίρρ. ἀδειμάντως, σε Αισχύλ.
2. εκεί όπου δεν υπάρχει, δεν υφίσταται φόβος, αυτός που δεν προξενεί φόβο· οἰκία, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀδείμαντος:
1) безбоязненный, неустрашимый (παῖς Pind.): οὐκ ἀ. ἑαυτοῦ Aesch. боящийся за себя; ὅστις ἦλθ᾽ ἀδειμάντῳ ποδί Eur. который бесстрашно прошел;
2) не внушающий страха, безопасный (οἰκία Luc.).
Middle Liddell
δειμαίνω
1. fearless, dauntless, Pind., etc.:—adv. -τως, Aesch.
2. where no fear is, οἰκία Luc.