ἀναδατέομαι

Revision as of 12:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

divide anew, redistribute, ὁ δῆμος τὴν γῆν ἐπενόει αναδάσασθαι Th.5.4:—Pass., ἀναδαίομαι to be distributed, Orac. ap. Hdt.4.159: aor. -δασθείς Plu.Agis8.

Spanish (DGE)

• Morfología: [inf. aor. ἀναδάσασθαι Th.5.4, cret. ἀνδάζαθαι ICr.4.5.2 (Gortina VII/VI a.C.)]
hacer un nuevo reparto, redistribuir τὴν γῆν Th.l.c., cf. Plu.Agis 8, τὴν ἀρχήν D.C.48.1.3, cf. 48.22.2, I.AI 5.109
abs. repartir tierras, ICr.l.c.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
partager, diviser de nouveau, redistribuer LSJ.
Étymologie: ἀνά, δατέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναδατέομαι: (ἴδε δατέομαι), διαιρῶ ἐκ νέου, ἐκ νέου διανέμω, (πρβλ. ἀναδασμός), ὁ δῆμος τὴν γῆν ἐπενόει ἀναδάσασθαι Θουκ. 5. 4: ― Παθητ. δέ τις τύπος ἀναδαίομαι, διαμοιράζομαι, ἀπαντᾷ ἐν Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 4. 159· ἀόρ. -δασθεὶς Πλουτ. Ἆγις 8.

Greek Monolingual

ἀναδατέομαι (Α)
διανέμω εκ νέου, ξαναδιαιρώ, ξαναμοιράζω, εκτελώ αναδασμό της γής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + δατέομαι.
ΠΑΡ. ἀναδασμός αρχ. ἀνάδαστος
(μσν. –νεοελλ.) αναδάσιμος].

Greek Monotonic

ἀναδᾰτέομαι: αόρ. αʹ ἀν-εδασάμην· διανέμω εκ νέου, ανακατανέμω, ξαναμοιράζω, σε Θουκ. — Παθ., ἀναδαίομαι, διανέμομαι, σε Χρησμ. παρά Ηροδ.

Middle Liddell


to divide anew, redistribute, Thuc.:—Pass. ἀναδαίομαι, to be distributed, Orac. ap. Hdt.