ἀναμάξευτος

From LSJ
Revision as of 12:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμάξευτος Medium diacritics: ἀναμάξευτος Low diacritics: αναμάξευτος Capitals: ΑΝΑΜΑΞΕΥΤΟΣ
Transliteration A: anamáxeutos Transliteration B: anamaxeutos Transliteration C: anamakseftos Beta Code: a)nama/ceutos

English (LSJ)

ον, impassable for wagons, Hdt.2.108.

Spanish (DGE)

-ον intransitable para carros πεδιάς Hdt.2.108.

German (Pape)

[Seite 197] γῆ, nicht mit Frachtwagen zu befahren, Her. 2, 108.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
impraticable aux voitures.
Étymologie: , ἁμαξεύω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμάξευτος: -ον, τόπος ἀδιάβατος εἰς ἁμάξας, ὃν δὲν δύνανται νὰ διέλθωσιν ἅμαξαι, Ἡρόδ. 2. 108.

Greek Monolingual

ἀναμάξευτος, -ον (Α) ἁμαξεύω
(για τόπο) αυτός, από τον οποίο δεν μπορούν να περάσουν άμαξες, ο αδιάβατος.

Greek Monotonic

ἀναμάξευτος: -ον (ἁμαξεύω), αυτός που δεν μπορούν να τον διαβούν άμαξες, αδιάβατος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναμάξευτος: непроезжий (sc. χώρα Her.).

Middle Liddell

ἁμαξεύω
impassable for wagons, Hdt.