ἀνθρωποθυσία

From LSJ
Revision as of 12:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρωποθῠσία Medium diacritics: ἀνθρωποθυσία Low diacritics: ανθρωποθυσία Capitals: ΑΝΘΡΩΠΟΘΥΣΙΑ
Transliteration A: anthrōpothysía Transliteration B: anthrōpothysia Transliteration C: anthropothysia Beta Code: a)nqrwpoqusi/a

English (LSJ)

ἡ, human sacrifice, ib.857a, al.: in plural, ib.417c, Str.4.4.5, Pallasap.Porph.Abst. 2.56.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
sacrificio humano Plu.2.417c, 857a, Str.4.4.5, Pallas en Porph.Abst.2.56, Eus.LC 13 (p.239.12).

German (Pape)

[Seite 234] ἡ, Menschenopfer, Plut.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
sacrifice humain.
Étymologie: ἄνθρωπος, θύω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωποθῠσία: ἡ, τὸ θυιάζειν ἀνθρώπους, ἀνθρωποθυσίας καὶ ξενοκτονίας Πλούτ. 2. 417C, καὶ ἀλλαχοῦ, ἐν τῷ πληθυντ., Στράβ. 198.

Greek Monolingual

η (Α ἀνθρωποθυσία)
θυσία ανθρώπου ή ανθρώπων για να εξευμενιστεί κάποιος θεός ή θεοί
νεοελλ.
ανθρωποσφαγή, εξόντωση πολλών στρατιωτών σε αποτυχημένη επιχείρηση.

Greek Monotonic

ἀνθρωποθῠσία: ἡ, ανθρώπινη θυσία, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθρωποθῠσία:принесение в жертву людей, человеческое жертвоприношение Plut.

Middle Liddell

a human sacrifice, Strab.