ἀναφώνημα

From LSJ
Revision as of 12:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναφώνημα Medium diacritics: ἀναφώνημα Low diacritics: αναφώνημα Capitals: ΑΝΑΦΩΝΗΜΑ
Transliteration A: anaphṓnēma Transliteration B: anaphōnēma Transliteration C: anafonima Beta Code: a)nafw/nhma

English (LSJ)

ατος, τό, A acclamation, salutation, Plu.Pomp.13, etc. 2 exclamation, Id.Mar.19. 3 interjection, Heph.Poëm.5.3.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 aclamación ἕτεροι δέ φασιν ἐν Λιβύῃ πρότερον ἀ. τοῦτο τοῦ στρατοῦ παντὸς γενέσθαι Plu.Pomp.13.
2 refrán, grito repetido en la lírica ἀνομοιόστροφα δέ ἐστιν, ὅσα πάντως διαιρεῖται ... ἢ κατ' ἄλλο τι ἀναφώνημα Heph.Poëm.5.3
en gener. ἀντήχει πρὶν εἰς χεῖρας συνελθεῖν τὸ ἀ. Plu.Mar.19.
3 interjección ὤμοι· ἀναφώνημα ἐστὶ λύπης δηλωτικόν An.Ox.450.

German (Pape)

[Seite 214] τό, der Ausruf, Plut. Mar. 19; Zuruf, Pomp. 13 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 proclamation, acclamation;
2 exclamation.
Étymologie: ἀναφωνέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφώνημα: -ατος, τό, ἀνακήρυξις, ἀναφώνημα... τοῦ στρατοῦ Πλουτ. Πομπ. 13, κτλ.

Greek Monolingual

ἀναφώνημα, το (AM)
αρχ.
χαιρετισμός, επευφημία
μσν.
το τραγούδι.

Greek Monotonic

ἀναφώνημα: -ατος, τό, ανακήρυξη, αναγόρευση, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναφώνημα: ατος τό
1) восклицание Plut.;
2) провозглашение Plut.

Middle Liddell

[from ἀναφωνέω
a proclamation, Plut.