ἀνασοβέω
δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.
English (LSJ)
scare and make to start up: generally, rouse, ἄγραν Pl. Ly. 206a; τοὺς ἀκροωμένους Plu.2.44d; τινὰ πρὸς ὀργήν Chor.p.206 B.: —Pass., ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην with ruffled hair, Luc.Tim.54; κόμη ἀνασεσοβημένη Id.JTr.30.
Spanish (DGE)
1 espantar, ahuyentar ἄγραν Pl.Ly.206a
•fig. ref. a un enamorado μὴ τρόπος ἀπειθὴς ἀνασοβήσῃ ὃν εὖ μάλα τεθήρακεν ἡ μορφή Aristaenet.2.2.14
•intimidar, amedrentar με Pl.Ep.348a, τοὺς μάρτυρας PEnteux.86.6 (III a.C.), τοὺς ἀκροωμένους Plu.2.44c
•abs. Plb.38.9.8, Chor.Decl.10.47
•en v. med.-pas. amedrentarse, asustarse, ἵνα μὴ ἀνασοβηθῶμεν PLond.1980.12 (III a.C.), τοὺς αἰπόλους ἀνασοβεῖσθαι PCair.Zen.338.3 (III a.C.).
2 excitar en v. pas. (γυνή) ἀνασεσοβημένη τοὺς τρόπους SB 9421.18 (III d.C.).
3 en v. med. erizarse ἀνασεσοβημένος τὴν ἐπὶ τῷ μετώπῳ κόμην Luc.Tim.54, κόμη ἀνασοβουμένη Luc.ITr.30.
German (Pape)
[Seite 207] aufscheuchen, erschrecken: ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην, mit aufgesträubtem Haar, Luc. Tim. 54; κόμη ἀνασοβουμένη, das sich vor Schreck sträubende Haar, Iup. trag. 30; übh. aufregen, Plat. Lys. 906 a.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire se hérisser (de peur), effrayer, épouvanter.
Étymologie: ἀνά, σοβέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασοβέω: φοβῶ, πτοῶ, «σκιάζω», κάμνω τινὰ νὰ ἀναπηδήσῃ ἐκ φόβου· ἐν γένει, διεγείρω, ἄγραν Πλάτ. Λύσ. 206Α: ― Παθ. ἀνασεσοβημένος τὴν ἐπὶ τῷ μετώπῳ κόμην, ἔχων αὐτὴν ὠρθωμένην, Λουκ. Τίμ. 54· κόμη ἀνασοβουμένη, ὀρθουμένη, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος μέλλοντος νὰ χρησμοδοτήσῃ, ὁ αὐτ. Ζεὺς Τραγ. 30.
Greek Monotonic
ἀνασοβέω: μέλ. -ήσω, φοβίζω και κάνω κάποιον να πεταχτεί, να σηκωθεί από το φόβο, σε Πλάτ. — Παθ., ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην, με ανασηκωμένα τα μαλλιά από το φόβο, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνασοβέω:
1) ставить дыбом: ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην Luc. с торчащими дыбом волосами;
2) возбуждать, раздражать (τοὺς ἀκροωμένους Plut.);
3) спугивать (τὴν ἄγραν Plat.).
Middle Liddell
to scare and make to start up, to rouse, Plat.:—Pass., ἀνασεσοβημένος τὴν κόμην with hair on end through fright, Luc.