ἀντιβατικός

From LSJ
Revision as of 13:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιβᾰτικός Medium diacritics: ἀντιβατικός Low diacritics: αντιβατικός Capitals: ΑΝΤΙΒΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: antibatikós Transliteration B: antibatikos Transliteration C: antivatikos Beta Code: a)ntibatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A contrary, opposite, φορά Plu.Phoc.2. II of contact, firm, thorough, ἀντιβατικωτέρα ἡ κατὰ τὴν κίνησιν τοῦ οὐρανίου σώματος ἁφή Simp.in Cael.440.19, cf. 9; resistant, Hierocl. p.23A., Alex.Aphr.Quaest.62.4, Olymp.in Mete.18.30; of the pulse, Gal.8.949, cf.644. Adv. ἀντιβατικῶς = solidly, steadily ib.668: Comp., κλίνης ἀντιβατικώτερον ἐστρωμένης Sor.2.61.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1opuesto, contrario φορά Plu.Phoc.2.
2 resistente, firme ἀντιβατικωτέρα ἡ κατὰ τὴν κίνησιν τοῦ οὐρανίου σώματος ἁφή Simp.in Cael.440.19, cf. 9, τὸ σῶμα Hierocl.p.23, cf. Alex.Aphr.Quaest.62.4
subst. τὸ ἀντιβατικόν = resistencia, firmeza τὴν δὲ περίσχισιν τοῦ πυρὸς φαίνεσθαι διὰ τὸ παχυμερὲς καὶ ἀντιβατικόν Olymp.in Mete.18.30, en med. del pulso τὸ γὰρ ἀνατρεπτικόν τε καὶ ἀντιβατικὸν ἀπεδώκαμεν ἐκείνῳ Gal.8.949, cf. 644.
II adv.
1 ἀντιβατικῶς = de forma firme del latido del pulso πλήττων Gal.8.668.
2 compar. neutr. como adv. κλίνης ἀντιβατικώτερον ἐστρωμένης hecha una cama en forma más dura Sor.140.12.

German (Pape)

[Seite 250] zum Widerstand geeignet, Galen.; widerstrebend, Plut. Phoc. 2.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui résiste, opposé à.
Étymologie: ἀντιβαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιβᾰτικός: -ή, -όν, ἐναντίος, ἀντίθετος, Πλουτ. Φωκ. 2, Γαλην.

Greek Monolingual

ἀντιβατικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που αντιβαίνει σε κάτι, ο αντίθετος.

Greek Monotonic

ἀντιβᾰτικός: -ή, -όν (ἀντιβαίνω), αντίθετος, ενάντιος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιβᾰτικός: противоположный, обратный, встречный (φορά Plut.).

Middle Liddell

ἀντιβαίνω
contrary, opposite, Plut.