ἀπόζω
English (LSJ)
A smell of something, τινός Luc.DMar.1.5, Plu.2.13f: abs., Longus4.1. II impers., ἀπόζει τῆς Ἀραβίης there comes an odour from Arabia, Hdt.3.113, cf. Luc.Cyn.17.
Spanish (DGE)
1 oler c. gen. κινάβρας Luc.DMar.1.5, μήλων ἢ ῥόδων Aristaenet.1.12.22
•fig. τῆς νεκρᾶς τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου δυσωδίας ἀ. Gr.Nyss.Hom.in Cant.25.4
•abs. oler a algo Longus 4.1, Luc.Cyn.17.
2 impers. venir un olor ἀπόζει ... τῆς Ἀραβίης θεσπέσιον ὡς ἡδύ Hdt.3.113.
German (Pape)
[Seite 302] (s. ὄζω), 1) nach etwas riechen, τινός Ibyc. 42; μύρου Rufin. 1, wie Plut. ed. lib. 18. – 2) ausduften, ἡδὺ τῆς χώρης Her. 3, 113; Sp., z. B. Luc. Cyn. 117.
French (Bailly abrégé)
impf. ἄπωζον, f. ἀποζήσω;
1 exhaler une odeur : τινός de qch;
2 • impers. ἀπόζει il se dégage une odeur : τῆς χώρης HDT de la contrée.
Étymologie: ἀπό, ὄζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόζω: μέλλ. -οζήσω, ἔχω τὴν ὀσμήν τινος, Ἴβυκ. 42, Schneidew., Πλούτ. 2. 13Ε: ἀπολ., Λογγ. 1. ΙΙ. ἀπρόσ., ἀπόζει δὲ τῆς χώρης τῆς Ἀραβίης… ἡδύ, γλυκεῖα ὀσμὴ ἔρχεται ὡς πνοὴ ἐκ τῆς χώρας τῆς Αραβίας, Ἡρόδ. 3. 313, πρβλ. Λουκ. Κυν. 17.
Greek Monolingual
(-έω) (Α ἀποζῶ, -άω)
1. κερδίζω τα προς το ζην, τα αναγκαία
2. ζω με πενιχρά εισοδήματα, φτωχικά.
ἀπόζω (Α) όζω
1. αναδίδω οσμή
2. απρόσ. αναδίδεται οσμή.
Greek Monotonic
ἀπόζω: μέλ. -οζήσω, αναδίδω κάποια οσμή, τινος, απρόσ., ἀπόζει τῆς Ἀραβίας, μια οσμή έρχεται από τη χώρα της Αραβίας, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόζω: пахнуть, благоухать (τινός Her., Plut.).
Middle Liddell
to smell of something, τινος Ibyc.:— impers., ἀπόζει τῆς Ἀραβίης there comes an odour from Arabia, Hdt.