ἄκυμος

From LSJ
Revision as of 14:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκυμος Medium diacritics: ἄκυμος Low diacritics: άκυμος Capitals: ΑΚΥΜΟΣ
Transliteration A: ákymos Transliteration B: akymos Transliteration C: akymos Beta Code: a)/kumos

English (LSJ)

ον, = ἀκύματος, τόπος Arist. Pr. 931b31 ; metaph, ἄ. βίοτος E. HF 698 ; ψυχή Plu. 2.1090b ; ἄφοβον καὶ ἄ. Epicur. Fr. 413.

Spanish (DGE)

(ἄκῡμος) -ον
1 no batido por las olas τόπος Arist.Pr.931b31.
2 fig. tranquilo, en calma βίοτος E.HF 698.

German (Pape)

[Seite 87] dasselbe, Arist. Probl. 23, 4. Übertr., βίοτος, ruhig, Eur. Herc. Fur. 686.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans vague, calme.
Étymologie: , κῦμα.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκῡμος: -ον, = ἀκύμαντος, Ἀριστ. Προβλ. 23. 4, Πλούτ., κτλ. - μεταφ., ἄκ. βίοτος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 698.

Greek Monolingual

ἄκυμος, -ον (Α) κῡμα γαλήνιος, ήρεμος, ατάραχος.

Greek Monotonic

ἄκῡμος: -ον (κῦμα) = ἀκύμαντος, σε Αριστ., Πλούτ. κ.λπ.· μεταφ., ήρεμος, γαλήνιος, ήσυχος, ἀκ. βίοτος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄκῡμος: не волнующийся, спокойный (θάλαττα Arst., Plut.; βίοτος Eur.).

Middle Liddell

κῦμα = ἀκύμαντος, Arist., Plut., etc.]
tranquil, ἀκ. βίοτος Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἄκυμος -ον [ἀ-, κῦμα zonder golven, kalm, alleen overdr. van het leven.