ἐπίκωπος

From LSJ
Revision as of 15:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίκωπος Medium diacritics: ἐπίκωπος Low diacritics: επίκωπος Capitals: ΕΠΙΚΩΠΟΣ
Transliteration A: epíkōpos Transliteration B: epikōpos Transliteration C: epikopos Beta Code: e)pi/kwpos

English (LSJ)

ον, A at the oar, rower, Men.Eph. ap. J.AJ9.14.2. 2. of a boat, furnished with oars, κέρκουρος Moschio ap.Ath. 5.208f, cf. D.H.3.44, D.S.3.40; phaselus epicopus, dispatch-boat, Cic. Att.14.16.1, cf. 5.11.4. 3. of a weapon, up to the hilt, through and through, Ar.Ach.231 (lyr.); cf. ἐπίκωμος.

German (Pape)

[Seite 955] am Ruder sitzend, rudernd, B. A. 254; Ar. Ach. 231, wo der Schol. aber auch ξιφήρης erkl., bis ans Heft, durch u. durch. – Mit Rudern versehen, κέρκουρος Ath. V, 208 f; νῆες D. Hal. 3, 44.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
enfoncé jusqu’à la garde.
Étymologie: ἐπί, κώπη.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίκωπος: -ον, (κώπη) ὁ ἐπὶ τῆς κώπης, κωπηλάτης, Μένανδρ. παρ’ Ἰωσήπῳ ἐν Ἰουδ. Ἀρχ. 9. 14, 2. 2) ὁ ἔχων κώπας. ἐφόλκια δ’ ἦσαν αὐτῇ (τῇ νηῒ) τὸ μέν πρῶτον κέρκουρος... πᾶς δ’ ἦν οὖτος ἐπίκωπος, μὲ κωπία, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 208F. Διον. Ἁλ. 3. 44 ἐπίκωπος (ἐξυπ. ναῦς), ἡ, ταχὺ πλοῖον, πλοῖον ταχυδρομικόν, Κικ. Ἀττ. 5. 11, πρβλ. Γέλλ. 10. 25. 3) ἐπὶ ξίφους κυρίως, μέχρι τῆς κώπης, δηλ. μέχρι λαβῆς, ἀλλὰ καὶ περὶ ἄλλων αἰχμηρῶν πραγμάτων, πρὶν ἂν σχοῖνος αὐτοῖσιν ἀντεμπαγῶ ὀξύς, ὀδυνηρός, ἐπίκωπος Ἀριστοφ. Ἀχ. 231. - Πρβλ. ἐπίκωμος. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπίκωπα· ἐπίμεμπτα».

Greek Monolingual

ο (Α ἐπίκωπος, -ον) κώπη
ο κωπηλάτης που ρυθμίζει την κωπηλασία, ο τελευταίος προς την πρύμνη
αρχ.
1. κωπηλάτης
2. (για σκάφος) ο εφοδιασμένος με κουπιά
3. (για ξίφος ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο) αυτός που εκτείνεται ώς τη λαβή
4. το θηλ. ως ουσ.ἐπίκωπος
γρήγορο πλοίο.

Greek Monotonic

ἐπίκωπος: -ον (κώπη), αυτός που βρίσκεται πέρα για πέρα, τελείως ή όσο παίρνει, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίκωπος: погруженный по рукоятку, пронзивший насквозь (σχοῖνος Arph.).

Middle Liddell

ἐπί-κωπος, ον κώπη
up to the hilt, through and through, Ar.